Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τρεις  τα ξημερώματα και ακόμα ξύπνια στην αναμονή. Περιμένοντας μια απάντηση, ξενυχτώντας  για μια λέξη που στην πραγματικότητα ξέρει  ότι δεν θα έρθει ποτέ.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τα δευτερόλεπτα ηχούν στα αυτιά της, γίνονται λεπτά και μετά τα  λεπτά γίνονται ώρες και οι ώρες παίρνουν μορφή σκυφτή και μικροκαμωμένη  τόση δα και  φεύγουν μέσα στο σκοτάδι σαν σκιές, αθόρυβα και δεν κοιτούν ποτέ πίσω τους.

Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ.

Τι  μανία κι αυτή με τα παλιά ρολόγια του παππού της. Σώνει και καλά ήθελε να τα κρατήσει εκείνη και μάλιστα εν λειτουργία για να τιμήσει τον συλλέκτη της οικογενείας και να συνεχίσει την παράδοση του. Θυμάται ακόμα τον καυγά τον τρικούβερτο που είχε κάνει με την μητέρα της όταν μετά τον θάνατο του παππού πήγαν μαζί να αδειάσουν το δυαράκι που έμενε.  Η μητέρα της ήθελε να τα πετάξει, είχε ήδη ξεκινήσει να τα ρίχνει σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Αλλά την πρόλαβε ευτυχώς  κι άρχισε να τα μαζεύει μέσα σε εκείνη την παλιά φθαρμένη δερμάτινη βαλίτσα του παππού, με ευλάβεια και μετά  τα πήρε μαζί της. Κι άφησε τη μάνα της πίσω να ωρύεται ότι θα καταντήσει να μαζεύει παλιατσούρες σαν τον παππούλη της.

Και τώρα να τα.

Στημένα  πάνω στο σεκρετέρ απέναντι από το κρεβάτι της. Ανά μέγεθος και εποχή, ανά υλικό και χρώμα  και όλα μαζί σε λειτουργία να δημιουργούν μια συναυλία από «τικ τακ» εξωφρενική για όποιον άλλο τύχαινε να μπει στο δωμάτιο της, αλλά απόλυτα χαλαρωτική για εκείνη.

Στην αρχή συνηθισμένη να χρησιμοποιεί το αθόρυβο κινητό της για ρολόι και ξυπνητήρι, δυσκολεύτηκε να συνηθίσει τον ήχο τους. Όμως σιγά σιγά έγινε ένα με την ησυχία του σπιτιού της. Εναρμονίστηκε πλήρως με το περιβάλλον και της έγινε τόσο οικείος που ήταν σα να μην υπήρχε.

Ακόμα και τώρα, απόψε  που μετρούσε και τα μικροδευτερόλεπτα, και το «τικ τακ» παραήταν έντονο σα να ταίριαζε με την ένταση των στιγμών που ζούσε, περιέργως την χαλάρωνε αυτός ο ήχος. Τα κοιτούσε ένα ένα κι έβλεπε το χρόνο να γίνεται κομμάτια ανάμεσα τους και όμως να μην περνά. Μπορούσε να τον δει μέσα από τα εικοσιπέντε ρολόγια αντίκες να πλανιέται, να θρυμματίζεται, να γίνεται κομμάτια τόσο μικρά σαν σκόνη και να αιωρούνται ανάμεσα τους, αλλά να μη φεύγουν, σαν να τα κρατά εγκλωβισμένα   μια μαγική δύναμη.

Ο χρόνος φεύγει αλλά ο χρόνος σταματά, ο χρόνος κυλά αλλά ο χρόνος δεν περνά.

Ακόμα και τώρα που ο χρόνος μόνο σύμμαχος της δεν ήταν, αλλά εχθρός της γιγαντωμένος και δυνατός όσο παίρνει, ακόμα και τώρα που ένιωθε το μίσος του να τη μαστιγώνει στον αέρα, της άρεσε να ακούει τον μονότονο ήχο τους. Μέσα σε εκείνο το άγχος και την ταραχή της, με τα μάτια της κολλημένα να κοιτά τους δείκτες των ρολογιών, όλων μαζί,  μπορούσε, κατάφερνε και εναρμόνιζε  την αναπνοή της στην κίνηση και τον ήχο τους.

Ήταν σαν τα ρολόγια να είχαν ζωή και να της μιλούσαν.

Είχε περάσει πολλά τέτοια βράδια τους τελευταίους μήνες. Βράδια που περνούσαν απελπιστικά αργά παρέα με τα ρολόγια της, αγκαλιά με τον ήχο τους να περιμένει και να περιμένει το τέλος μιας σχέσης περίεργης, μια σχέσης που δεν ήταν σχέση αλλά ένα παράξενο μείγμα από λόγια, αγγίγματα, ερωτικές επαφές, συζητήσεις που κρατούσαν για ώρες και ώρες και που ποτέ δεν είχε καμιά απολύτως προοπτική, κανένα μέλλον να την περιμένει, ούτε καν παρελθόν. Μόνο με το παρόν κάθε φορά πάλευε. Γεννιόταν και πέθαινε στο παρόν. Μια σχέση χωρίς πριν, χωρίς μετά. Μια σχέση μόνο με τώρα, μόνο τώρα! Ό,τι έζησε μέσα σε αυτήν άρχιζε και τελείωνε κάθε φορά στο εκάστοτε τώρα.

Τι περίεργη σχέση με το χρόνο.

Αυτή η σχέση τις τελευταίες εβδομάδες  βάδιζε προς την οριστική της λήξη.  Δεν θα είχε πλέον ούτε και αυτό το παρόν που την συντηρούσε. Θα έληγε σαν κάποιο προϊόν ψυγείου και θα πετάγονταν στα σκουπίδια και από κει στη χωματερή. Στην χωματερή των σχέσεων. Εκεί που καταλήγουν όλες, φιλικές, ερωτικές, μπερδεμένες συζυγικές, αδερφικές, σχέσεις γονιών και παιδιών. Στα σκουπίδια.

Και μετά δυο άγνωστοί ίσως να συναντηθούν στο δρόμο και να κάνει ο ένας ότι δεν ξέρει τον άλλο και να γυρίσουν το κεφάλι τους να κοιτούν αλλού, άλλος δεξιά, κι ο άλλος αριστερά, άλλος  στην ανατολή (αυτός συνήθως που προχωρά) κι ο άλλος στη δύση (αυτός που μένεις στάσιμος). Και να συνεχίσουν το δρόμο τους μιας και δεν είχαν μοιραστεί ποτέ ούτε παρελθόν ούτε μέλλον και το παρόν τους απλά ήρθε και έσβησε την ίδια στιγμή.

Ανοησίες!

Για εκείνη αυτή η σχέση ήταν η ζωή της. Έδινε και έδινε και έδινε ξανά και ξανά. Ό,τι ζητούσε, ό,τι δεν ζητούσε, ό,τι είχε ανάγκη και δεν είχε. Και τώρα απλά πάλευε με το χρόνο που μετρούσαν μπροστά της τα εικοσιπέντε ρολόγια του παππού. Πάλευε να σβήσει τις σκέψεις της μέσα στο «τικ τακ» τους, μέσα στις λεπτές κινήσεις των δεικτών τους.

Η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Και η σχέση απλά έληξε και τα ρολόγια συνέχιζαν τα «τικ τακ» τους μετρώντας τις σταγόνες του αίματος που έσταζαν από το χέρι της.

Ο χρόνος της είχε λήξει μαζί με τη σχέση της ζωής της.

    Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Πηγή : fylada.gr