Πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή, 24 Απριλίου 2016 με πολύ μεγάλη επιτυχία τα εγκαίνια της έκθεσης « Η προίκα στη Λευκάδα» στην αίθουσα Τέχνης Θ. Στάμος.

Ενθουσιασμένοι με το αποτέλεσμα αλλά και συγκινημένοι έδειξαν όσοι επισκέπτες προσήλθαν να δουν την έκθεση.

Σε αυτό συντέλεσε τόσο η πρωτότυπη θεματολογία όσο και η φρέσκια ματιά στην μουσειακή έκθεση. Τα μίνιμαλ και συμβολικά στοιχεία της έκθεσης γοήτευσαν τους επισκέπτες και επέδρασαν σε αυτούς με διαφορετικό τρόπο στον καθένα. Ο γάμος, η κοινωνική θέση της ανύπαντρης και παντρεμένης γυναίκας θίχτηκαν διακριτικά και προκάλεσαν το κοινό.

Η έκθεση βασίστηκε πάνω στη μεταπτυχιακή διπλωματική της Άννας Γράψα με θέμα «ΤΑ ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΑ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΝΟΤΑΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΥΡΑΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΡΙΓΟΥ (1707-1739):ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΟΙΚΑ ΣΤΗ ΛΕΥΚΑΔΑ ΤΟΥ 18ΟΥ ΑΙΩΝΑ».

Την μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη αντίστοιχα έκαναν οι Μαρία και Λήδα Σκληρού.

Στην έκθεση ο πρόεδρος του Ορφέα κος Περδικάρης καλωσόρισε τους επισκέπτες και στην συνέχεια μίλησαν για το θεσμό της προίκας σύμφωνα με παλαιά προικοσύμφωνα η  κ. Παπακώστα Χριστίνα ιστορικός – ερευνήτρια & η κ. Σκληρού Μαρία – μουσειολόγος.

Η κα Σκληρού Μαρία αναφέρθηκε στο μουσειολογική και μουσειογραφική μελέτη βάσει των οποίων στήθηκε η έκθεση καθώς και στον σκοπό του όλου εγχειρήματος. Συγκεκριμένα ανέφερε:

IMG_9115

«Η έκθεση ξεκινάει με βιογραφικές αναφορές τριών γυναικών λίγο πριν το γάμο τους. Οι γυναίκες αυτές μιλάνε για τα προικοσύμφωνα τους ή για τις συνθήκες του γάμου τους. Ύστερα παρουσιάζουμε την ανύπαντρη  γυναίκα, η οποία αποτιμάται αριθμητικά και αναλύεται η ζωή της σε λίστες. Λίστες από ασπρόρουχα για το κρεβάτι του γάμου, λίστες από ζωντανά για  βιοπορισμό, λίστες που αφορούν τον ρουχισμό του ζεύγους.

Η μουσειογραφική και γραφιστική αποτύπωση ξετυλίγει όλη τη δραματικότητα της κατάστασης αφήνοντας και κάποιες νότες ειρωνείας.

Ο επισκέπτης έχει ήδη τότε αρχίσει να παρακολουθεί την πομπή της γαμήλιας τελετής. Περπατώντας δίπλα από τα άλογα γίνεται ήδη μέρος της. Τα κείμενα που αναλύουν το θεσμό της προίκας τον ακολουθούν κατά μήκος της πομπής. Φωτογραφίες από πολυκαιρισμένα προικοσύμφωνα πλαισιώνουν τα κείμενα. Γραφιστικά αποτιμώνται ως στοίβες χαρτιών που υπάρχουν στο χώρο που εισέρχονται στις ζωές μας με κανονιστική εξουσία.

Η πομπή τελειώνει στην εικόνα της παντρεμένης καταξιωμένης πλέον γυναίκας  στο βάθρο που αχνοφαίνεται μέσα από ένα αραχνούφαντο ύφασμα που πέφτει μπροστά της αφήνοντας τον επισκέπτη με μια θολή- συγκεχυμένη εικόνα.

IMG_9094

Στην έκθεση αυτή τα αντικείμενα εκθέματα αποκτούν δευτερεύοντα ρόλο. Το μουσειακό αντικείμενο χρησιμοποιείται εσκεμμένα συμβολικά παραπέμποντας στη σημαινόμενη κατάστασή του ή αλλιώς στην έννοια του.  Στη θεμελιώδη για την φιλοσοφία πλατωνική προσέγγιση οι έννοιες ως ιδέες προϋπάρχουν των πραγμάτων, καθώς τα πράγματα είναι αντανακλάσεις των ιδεών στον κόσμο των αισθητών, στον κόσμο των σκιών. Στην αριστοτελική θεώρηση, μορφές και ατομικές υλικές ουσίες όπως αποκαλεί ο Αριστοτέλης τις ιδέες και τα αντικείμενα, συνυπάρχουν, όντας το καθένα προϋπόθεση της ύπαρξης του άλλου. Με τον πλατωνικό ή τον αριστοτελικό τρόπο, πέραν των αντικειμένων υπάρχουν και οι έννοιες.

Σκοπός της έκθεσης αυτής είναι να διεισδύσει στην έννοια της προίκας  να μη σταθεί μονάχα στα πραγματολογικά στοιχεία. Μπορεί εξάλλου να αναγνωστεί από το κοινό σε πολλαπλά επίπεδα λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ηλικία, το φύλλο τις εμπειρίες που φέρει ο καθένας από εσάς. Από πρακτικής πλευράς, σίγουρα συναντήσαμε ένα πλήθος περιορισμών καθώς το Μπάτζετ μας ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Δεν μπορούσαμε να παρέμβουμε δηλαδή ούτε στη διάταξη της αίθουσας ούτε στο χρώμα ούτε ουσιαστικά στο φωτισμό.»

IMG_9130

Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αξίζει πραγματικά να διαβαστεί είχε και η ιστορική προσέγγιση του θέματος από την κα Παπακώστα Χριστίνα ιστορικό – ερευνήτρια:

IMG_9111

Η προίκα στη Λευκάδα στο πέρασμα του χρόνου

Ο γάμος βρισκόταν στο επίκεντρο της ζωής ανδρών και γυναικών, με μοναδική εξαίρεση εκείνους που σκόπευαν να αφιερώσουν τη ζωής τους στο Θεό. Οι γυναίκες, τα πιο παραγωγικά ίσως μέλη της κοινωνίας, προκειμένου να μπορέσουν να αποκατασταθούν κοινωνικά, όπως όριζαν οι κοινωνικοπολιτιστικές νόρμες της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης και όχι μόνο, είχαν ανάγκη να συγκροτήσουν την προίκα τους, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση του γάμου τους. Η προίκα, έως το 1983 που καταργήθηκε, εντασσόμενη στο μηχανισμό ελέγχου του πλούτου στο σύστημα της πατρογραμμικής καταγωγής, ήταν στην πραγματικότητα ένα μέσο ώστε να διανεμηθεί στις γυναίκες το μερίδιο που τους αναλογούσε από την οικογενειακή περιούσια την κατάλληλη στιγμή: όταν δηλαδή η κόρη μπορούσε να «χρησιμοποιηθεί» για να εξασφαλίσει μία συμφέρουσα συμμαχία μέσω του γάμου της.

Από το νησί της Λευκάδας στο διάβα της ιστορίας πέρασαν Φράγκοι, Οθωμανοί, Βενετοί, Γάλλοι, Ρώσοι, Άγγλοι. Παρά τη συχνή εναλλαγή του κυριάρχου, η καθημερινότητα των κατοίκων του νησιού ελάχιστα μεταβαλλόταν. Στο Αρχείο της Λευκάδας απόκεινται οι πράξεις 135 νοταρίων (συμβολαιογράφων), στις πράξεις των οποίων καταγράφονται ποικίλες εκφάνσεις της ζωής όλων των κοινωνικών τάξεων. Μία από αυτές είναι και ο γάμος. Με το γάμο συνδέονται τρεις κατηγορίες εγγράφων άμεσα – τα προικοσύμφωνα, οι προικοπαραδόσεις και οι προικοπαραλαβές – και μία έμμεσα, οι διαθήκες. Το πρώτο στη Λευκάδα σωζόμενο λιγατοχάρτι, όπως ονομάζονταν τα προικοσύμφωνα, συντάχθηκε το 1674 στο χωριό Αλέξανδρος. Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε ότι στην ελληνοβενετική Ανατολή σώζονται στην Κρήτη προικοσύμφωνα από το β΄ μισό του 14ου αιώνα γραμμένα στα λατινικά, ενώ τα πρώτα στην ελληνική γλώσσα χρονολογούνται στο α΄ μισό του 16ου αιώνα.

Τα προικοσύμφωνα ήταν έγγραφες συμφωνίες που συνάπτονταν μεταξύ των συγγενών της νύφης και του γαμπρού, πριν την τελετή του γάμου, και στις οποίες καταγραφόταν η προίκα που θα λάμβανε η νύφη στο ξεκίνημα της νέας της ζωής. Η γυναίκα, είτε η μητέρα της νύφης είτε η ίδια η νύφη, συνήθως είναι «απούσα» καθώς η προίκα είναι μία οικονομική συναλλαγή μεταξύ ανδρών. Η χηρεία είναι μοναδική περίπτωση κατά την οποία καθίσταται απαραίτητη η παρουσία της γυναίκας. Αναφέρουμε παραδειγματικά το προικοσύμφωνο που συνετάχθη το 1788 στο Μαραντοχώρι, για το γάμο της Χρυσής Φλογαΐτη του ποτέ Δημητρίου με τον σιορ Κωνσταντάκη Νίνα. Το έγγραφο είναι διττά σημαντικό: αφενός βλέπουμε τη μητέρα της νύφης, τη Χρυσαυγή, η οποία είναι χήρα, να δικαιοπρακτεί ως αρχηγός της οικογένειάς. Αφετέρου, η Χρυσαυγή, σύζυγος συμβολαιογράφου, έγραψε η ίδια το προικοσύμφωνο της κόρης της, σε μία εποχή που ο αναλφαβητισμός των γυναικών της υπαίθρου ήταν σχεδόν καθολικός. Η προίκα, κινητά και ακίνητα, καταγραφόταν με αναλυτικό τρόπο και συχνά κοστολογούνταν και σε χρήμα. Στα κινητά συμπεριλαμβάνονταν είδη ρουχισμού, πολύτιμα υφάσματα, κοσμήματα από χρυσό και ασήμι, κάποιες φορές περίτεχνα με πολύτιμους λίθους, μικροέπιπλα, σκευή για το σπίτι, εργαλεία, διάφορα ζώα καθώς και χρυσά και ασημένια ευρωπαϊκά ή οθωμανικά νομίσματα. Στα ακίνητα κυριαρχούσαν τα αμπέλια και οι ελαιώνες, τα σπίτια και τα μαγαζιά ενώ δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις στην προίκα να περιλαμβάνεται ένας μικρός αριθμός δέντρων και όχι ολόκληρο το χωράφι. Περισσότερα για το περιεχόμενο της προίκας θα μας πει η κυρία Σκληρού στη συνέχεια.

Αν και η προίκα αποτελούσε περιουσία της γυναίκας, την οποία μπορούσε να διαθέσει, όπως αυτή επιθυμούσε καθώς είχε την κυριότητά της, από τα έγραφα προκύπτει ότι η οικογένειά της την παρέδιδε στο σύζυγο, ο οποίος είχε το δικαίωμα χρήσης της προίκας και κάρπωσης των κερδών των προερχομένων από αυτή. Παρατηρεί κανείς ότι η προίκα ήταν μία υπόθεση μεταξύ ανδρών και η εμπλοκή της γυναίκας ήταν μηδαμινή έως και ανύπαρκτη καθώς δεν είχε λόγο σε όσα συνέβαιναν· αποτελούσε ένα απλό γρανάζι στο μηχανισμό μεταβίβασης ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση, όμως, κατασπατάλησης ή κακοδιαχείρισης των προικώων αγαθών από το σύζυγο, η γυναίκα μπορούσε να καταφύγει στη δικαιοσύνη και ίσως και να δικαιωθεί. Το 1731 η Ζαρμπαφένια Σέρβου, αδελφή του μητροπολίτη Λευκάδας Μελέτιου, κατηγόρησε το σύζυγό της Ιωάννη Σουμίλα, γιο του cavaliere di San Marco Αγγελή Σουμίλα, για κακοδιαχείριση. Η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια της Βενετίας, ο Ιωάννης καταδικάστηκε και πέρασε κάποια χρόνια της ζωής του στις φυλακές στο κάστρο της Αγίας Μαύρας.

Ο γάμος γινόταν συνήθως όταν το κορίτσι ήταν 14-15 χρονών. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σύμφωνα με το βενετικό δίκαιο η γυναίκα θεωρητικά με τη συμπλήρωση των δώδεκα χρόνων είχε δικαίωμα να αυτοεκπροσωπείται στα κατώτερα δικαστήρια και να συνάπτει έγγραφα νομικού περιεχομένου ενώ στα δεκατέσσερά της ήταν νομικά πλήρως χειραφετημένη και μπορούσε να συνάψει γάμο· η αντίστοιχη ηλικία για τον άνδρα ήταν τα δεκαέξι χρόνια.

Ο γαμπρός ως αντίδωρο στην προσφερόμενη προίκα ήταν υποχρεωμένος να κάνει μία προγαμιαία δωρεά. Με τον όρο ορίζεται το σύνολο των κινητών και ακινήτων αγαθών, τα οποία δίνονται από την οικογένεια του γαμπρού στην οικογένεια της νύφης και συνήθως ανέρχεται στο 1/3 της προίκας, χωρίς το ποσοστό να είναι πάντοτε σταθερό. Πιθανότατα επρόκειτο για ένα τρόπο αποζημίωσης της οικογένειας της νύφης καθώς μετά το γάμο έχανε ένα από τα παραγωγικά της μέλη. Ενώ η προίκα ήταν αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη σύναψη ενός γάμου, δεν ίσχυε το ίδιο με την προγαμιαία δωρεά.

Το περιεχόμενο της προίκας και ο τρόπος καταβολής της βρισκόταν πάντοτε σε άμεση συνάρτηση με το σύστημα παραγωγής και τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν κατά περιόδους. Η διαφοροποίηση της προίκας αντανακλούσε το κοινωνικό και οικονομικό status της οικογένειας της νύφης, αν και με την πάροδο του χρόνου φαίνεται ότι παρουσιάστηκε μία τάση για αύξηση του ποσού της προίκας και εκχρηματισμού της.  Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι γονείς δεν κατόρθωναν να συγκεντρώσουν το ποσό που απαιτούνταν προκειμένου να προικίσουν τις κόρες του. Τότε ζητούσαν τη συνδρομή των συγγενών και των αφεντών τους ή αναζητούσαν την αρωγή κάποιων κληροδοτημάτων, που μεριμνούσαν για την προικοδότηση κορασίδων. Ένα τέτοιο κληροδότημα είχε συσταθεί από τον κυπρο-κερκυραίο δικηγόρο Θωμά Φλαγγίνη στη Βενετία στα μέσα του 17ου αιώνα και προικοδότησε συνολικά 1370 κοπέλες. Από το κληροδότημα αυτό, την περίοδο 1679 έως το 1797, οκτώ λευκαδίτισσες ζήτησαν και πήραν από 100 δουκάτα η καθεμία για να παντρευτούν. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ ότι το ποσό των 100 δουκάτων ισοδυναμούσε με τον ετήσιο μισθό ενός δασκάλου στη Βενετία την ίδια περίοδο.

Σε περίπτωση χηρείας ή διαζυγίου η προίκα επέστρεφε στα χέρια της γυναίκας, και αυτή μπορούσε να τη διαθέσει όπως επιθυμούσε· είτε να την χρησιμοποιήσει εκ νέου σε ένα επόμενο γάμο της ή να την κληροδοτήσει, συνήθως σε άλλα θηλυκά μέλη της στενότερης ή ευρύτερης οικογένειάς της.

Στα σπίτια πολλών ακόμα Λευκαδιτών θα βρίσκεται η νυφιάτικη κασέλα στην οποία τοποθετούνταν τα ρούχα και τα κοσμήματα που δίνονταν στη νύφη στην αρχή της νέας της ζωής. Πολλές φορές μέσα στην κασέλα φυλασσόταν και το προικοσύμφωνο μαζί με δύο ακόμα έγγραφα, αυτά της προικοπαράδοσης και της προικοπαραλαβής. Το πρώτο έγγραφο αποτελούσε απόδειξη ότι η προίκα είχε καταβληθεί στο ακέραιο και ότι ο γαμπρός δεν είχε άλλες απαιτήσεις. Το δεύτερο συντασσόταν, όταν ο γαμπρός παραλάμβανε την προίκα ή όταν ο γαμπρός επέστρεφε την προίκα στους γονείς της νύφης μετά από τη διάλυση του γάμου.

Η ιστορική μελέτη μόνο τις τελευταίες δεκαετίες έστρεψε το βλέμμα της στα νοταριακά έγγραφα με έμφαση στα προικώα. Οι πληροφορίες ήταν πάρα πολλές και βοήθησαν στη συμπλήρωση του ιστορικού μωσαϊκού που περιγράφει την καθημερινή ζωή και τον μικρόκοσμο του οίκου. Τα στοιχεία που αντλούμε αφορούν την οικονομία και την κοινωνία της μελετώμενης περιοχής, τη θέση της γυναίκας εντός και εκτός του οίκου και τέλος την υλική κουλτούρα του τόπου και της εποχής. Ανάλογες μελέτες για το νησί της Λευκάδας είναι ελάχιστες. Οι νυφιάτικες κασέλες που σιγά σιγά χάνονται αλλά και το πλούσιο και ανεκμετάλλευτο εν πολλοίς νοταριακό υλικό του αρχείου της Λευκάδας αποτελούν αστείρευτες πηγές γνώσεις από όπου ο σύγχρονος μελετητής μπορεί να αντλήσει τα δομικά στοιχεία για την ανασύσταση του μικρόκοσμου του νησιού στην πόλη και στην ύπαιθρο, τόσο στο μακρινό όσο και στο κοντινό παρελθόν μας.

Την έκθεση μπορείτε να επισκεφτείτε έως και την Κυριακή 8 Μαΐου.