Ήξερε ότι θα πάω, ήξερε και γιατί.
Πριν μήνες όταν το πρωτοαντίκρυσα, του το ψιθύρισα περνώντας έξω από το παράθυρο του.

– Ήρθα λοιπόν να μου πεις για σένα.
Πλάθω με το μυαλό μου ιστορίες από τότε που σε είδα. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, μέρα βροχερή, κρύα και εσύ επί … τοίχου κρεμάμενο, να μοιάζεις στην πονεμένη μέρα τόσο πολύ!
Τι είσαι λοιπόν; Πες μου την ιστορία σου.

– Καλώς την!
Σε θυμάμαι και θυμάμαι και τον ψίθυρο σου.
Κάνε παραπέρα εκείνο το παλιόξυλο και βολέψου όπως μπορείς. Τα τζάμια πρόσεχε μη κοπείς, άτιμος ο αέρας, τίποτα δεν αφήνει!  Θα ΄ναι μεγάλη η νύχτα απόψε, έχω πολλά να πω.
Μη μιλάς μόνο, άκου!

Ένα παλιόρουχο που λες, είμαι, ξεχασμένο εδώ, σε ένα καρφί ενός τοίχου που πεθαίνει.
Χρόνια καρφωμένο εδώ, νιώθω να είμαι πιο βαθιά μέσα στον τοίχο ακόμα και από το καρφί που με κρατά. Αφουγκράζομαι τις τελευταίες ανάσες του τις νύχτες, τις γεμάτες αγωνία για το πόσο ακόμα θα στέκεται όρθιος, Νιώθω τις απεγνωσμένες προσπάθειες του, να αντλήσει δύναμη από τα θεμέλια του, για να ζήσει λίγο ακόμα. Είναι γλυκιά η ζωή, ακόμα και για ένα τοίχο. Πολύ περισσότερο αν κουβαλά επάνω του ιστορίες παλιές που θέλει να τις μοιραστεί, να τις αφήσει κληρονομιά σε κάτι ζωντανό,  και βλέπει να τις παίρνει ο αέρας  που λυσσομανά τα χειμωνιάτικα βράδια ανάμεσα στις ρωγμές του και σιγά σιγά δεν του αφήνει τίποτα, τον αδειάζει και εκείνος αρχίζει και χάνει τη μνήμη του και πέφτει λίγο λίγο άδοξα, μέχρι να καταρρεύσει.
Το ξημέρωμα όμως μόλις φανούν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, μου ψιθυρίζει ότι του ΄χει απομείνει από τις ιστορίες του και εγώ τις μπλέκω με τις δικές μου.

Στο καρφί ετούτο λέει ήταν κάποτε ένα εικόνισμα της Παναγιάς, και κάτω από αυτό ευλογημένο κλάμα μωρού γέμισε με γέλια το σπίτι.
Και μπροστά του κάθε βράδυ μια γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά  και ένα αγόρι με δυο μεγάλα μάτια έκαναν το σταυρό τους να φυλά η Αγία Μάνα το ξενιτεμένο άντρα και πατέρα.

Μετά ο τοίχος φωτίστηκε και από το καρφί η λάμπα που κρεμάστηκε μάθαινε τα γράμματα στο αγόρι με τα μεγάλα μάτια. Το φως του φεγγαριού του ΄φεγγε τα αξημέρωτα να πηγαίνει σχολειό και το φως της λάμπας μέσα να διαβάζει και να γράφει.

Ύστερα, μου ΄πε, τα γέλια στο σπίτι σώπασαν και βουβό δάκρυ έτρεχε μόνο. Η μάνα στο κρεβάτι έκαιγε και η αναπνοή της έσβηνε και δεν πρόκανε ο πατέρας να φτάσει. Τώρα κάτω από το καρφί, σκέτο, χωρίς λάμπα, ένα αγόρι με μεγάλα μάτια, παλικάρι πια κάθεται και κοιτάει την πόρτα. Τον άγνωστο που μπαίνει. Τον πατέρα του.
Και στο καρφί ήρθα εγώ. ‘Ενα σακάκι καινούριο, από ράφτη καλό, δώρο, λέει του πατέρα στο γιο για τα χρόνια που ΄λειπε.

Έμενα εδώ τα βράδια και έφευγα το πρωί.
Μέχρι που ταξίδεψα κι όλας, στην Αθήνα και έμεινε το καρφί για κάμποσο καιρό μονάχο.
Το αγόρι έγινε γιατρός και θα γιάτρευε μου είπε όλες τις μάνες που τις καίει ο πυρετός και η ανάσα τους σβήνει. Και γιάτρεψε πολλές και εγώ ήμουν δίπλα του και ένιωθα τα χέρια που τον άγγιζαν με ευγνωμοσύνη.
Οι τσέπες μου γέμιζαν με μύγδαλα από τη μυγδαλιά έξω από το σπίτι και ο γιατρός τα μοίραζε στα αγόρια και τα κορίτσια που με μεγάλα μάτια τον κοιτούσαν όταν πήγανε να ξεγεννήσει τις μανάδες τους ή να τις σώσει από τον πυρετό.

Ο πατέρας του έφυγε και μόνος πια έμενε εδώ μέσα και έφευγε το πρωί και γύρναγε το βράδυ. Με ήλιο, με βροχή, με αέρα, με χιόνι.

Θυμάμαι μια μπόρα δυνατή για ώρες, τράνταζε το σπίτι από τις βροντές, μέρα γινόταν η νύχτα από τις αστραπές και εκείνο το δυνατό ήχο στην πόρτα.
Έφυγε τρέχοντας, δεν με πήρε μαζί του.

Και έμεινα εδώ, στο καρφί να τον περιμένω να γυρίσει. Ώρες! Αλλά δεν γύρισε. Το παράθυρο σε ένα γύρισμα του αέρα άνοιξε και άκουσα, έμαθα … Δεν θα ξαναγύριζε. Πήγε να βρει τη μάνα του, να τη γιατρέψει ίσως, εκεί ψηλά που ήταν. Και τον πατέρα του, αν και ήταν πάντα άγνωστος. Μπορεί εκεί που είναι τώρα να έχουν γνωριστεί καλά.

Στο σπίτι δεν ξαναμπήκε κανείς. Τον αγαπούσαν το γιατρό. και το αφήκανε όπως ήταν. Με τα χρόνια, τους σεισμούς, τον αέρα άρχισε σιγά σιγά να πέφτει , να σπάει, να διαλύεται, Αλλά όπως βλέπεις, παραμένει ακόμα όρθιο και εγώ είμαι εδώ χρόνια μπροστά στο παραθύρι που έμεινε από τότε ανοιχτό. Κανένα χέρι δεν ήρθε να με πάρει ποτέ, Γίνομαι μούσκεμα από τις βροχές απ΄ όταν έπεσε η στέγη, με στεγνώνει ο ήλιος και ο αέρας και σα να με έχει αγγίξει χέρι μαγικό δεν έχω πάθει τίποτα. Είμαι όπως εκείνο το βράδυ που με κρέμασε.
Ένα παλιόρουχο είμαι λοιπόν όπως σου είπα! Κάθομαι εδώ, δε θέλω και πολλά!
Βέβαια βαριέμαι ώρες ώρες εδώ να κρέμομαι και έχω την ελπίδα ότι κάποτε ένα χέρι θα με πάρει και θα με φορέσει και θα με πάει να δω τον κόσμο που άλλαξε. Αλλά μετά μου περνάει και μένω εδώ και λέω καλά είμαι. Μπορεί ο κόσμος αυτός να μη μ΄ αρέσει έτσι όπως άλλαξε. Εδώ είμαι καλά, μπορώ να μιλάω με τα πουλιά, με τα ζούδια. Μ΄αρέσει που με λούζει το φεγγάρι τα βράδια και με ζεσταίνει ο ήλιος τη μέρα. Ακόμα και τη βροχή και το κρύο τα συνήθισα. Δε θέλω να φύγω. Κοιτάω από το παράθυρο και βλέπω το χωριό να αλλάζει, όχι πολύ, αλλά μπορώ να δω λίγο το δρόμο, τα αυτοκίνητα,να ακούω τις κουβέντες των περαστικών και να μαθαίνω τι γίνεται εκεί έξω. Δε θέλω να φύγω.
Καλά έκανε κι ήρθες! Έχω χρόνια να μιλήσω σε άνθρωπο! ΟΙ χωριανοί με βλέπουν αλλά δε μου μιλάνε, ούτε μ΄ ακούνε.
Ένα κορίτσι μόνο που και που περνάει από έξω. Καμιά φορά μου ρίχνει μια ματιά και μου γελάει.
Θέλω να φύγεις τώρα, μη συνηθίσω και τη συντροφιά σου. Μόνο πριν φύγεις, άπλωσε λίγο το χέρι σου, να θυμηθώ πώς είναι να σε αγγίζουν και μετά φύγε!

Το άγγιξα και έφυγα.

1468679_491293387669752_4582976520690094768_n