ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ, γράφει η ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ- ΝΤΑΝΟΥ

“‘Ενα πολύ σπουδαίου βιβλίο, καθώς είναι και επίκαιρο, λόγω προσφυγικού!”

Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964, όπου και εργάζεται ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στο παρελθόν συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά, δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της Λογοτεχνίας στο Δημοτικό σχολείο και ιστορίας της εκπαίδευσης. Το 1996 συμμετείχε στη συλλογική έκδοση κειμένων για την εκπαίδευση με τον τίτλο «αναπνέοντας κιμωλία- γραφές εκπαιδευτικών». Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα: Φράουστ, αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού, η ψίχα εκείνου του Καλοκαιριού, στη σκιά της πεταλούδας, η αηδονόπιτα, Ανεμώλια , σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο. Το 2011 πήρε από το ΕΚΕΒΙ το βραβείο αναγνωστών για το έργο του «Ανεμώλια».

Από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ το 2005 κυκλοφόρησε το 4ο βιβλίο του με τίτλο «στη σκιά της πεταλούδας» και υπότιτλο «μυθιστόρημα για έναν αιώνα», ένα ιδιότυπο ιστορικό μυθιστόρημα του ευρύτερου βορειοελλαδικού χώρου, έπος του αγώνα της καθημερινής ζωής, καθώς και μια ελεγεία των «αποτυχημένων», του έρωτα και του χρόνου που περνά, κυρίως όμως το εκτενές μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης. Ο συγγραφέας το αφιερώνει «στον πατέρα του, μάρτυρα της ιστορίας της πόλης του για εξήντα χρόνια τώρα». Με μια φράση του ΓΚΡΟΣΣΜΑΝ(Μαντόνα Σιξτίνα) αναφέρεται στο ανθρώπινο πεπρωμένο « που διαφέρει από τη μια εποχή στην άλλη και το μόνο σταθερό χαρακτηριστικό του είναι ότι παραμένει πάντοτε δυσβάσταχτο». Βοηθητικά για τον αναγνώστη είναι στην αρχή τα σχεδιαγράμματα( οικογενειακά δένδρα) των δύο οικογενειών στις οποίες αναφέρεται ο συγγραφέας(σελ.12-13), το σημείωμα του ίδιου στο τέλος (685-687) και το γλωσσάρι (688- 690). Από το σημείωμα του συγγραφέα επισημαίνεται «ήθελα να γράψω ένα βιβλίο για τους αποτυχημένους, για τη συνάντηση του ανθρώπου με την προσωπική του αποτυχία και πτώση. Μέσα από το χρονικό δύο οικογενειών σε τρεις γενιές παρουσιάζονται εκδοχές της αναμέτρησης του ανθρώπου με το πεπρωμένο του. Οι ήρωές του ζουν και ελπίζουν κάτω από τη σκιά της πεταλούδας, που εδώ είναι ο τρόπος ζωής κάτω από τα φτερά της αναγκαιότητας, της μοίρας, για όσους έτσι το προτιμούν(αναφορά στην πεταλούδα σελίδες:78, 98, 123, 208,244, 312,535, 548, 684). Τα πρόσωπα είναι όλα φανταστικά, αντίθετα οι τόποι, οι πόλεις, οι δρόμοι και τα κτίρια είναι πέρα για πέρα αληθινά, όπως το χωριό της οικογένειας Χατζίδη». Ευχαριστεί τέλος όλα τα υπαρκτά πρόσωπα, που βοήθησαν στη συγκέντρωση πληροφοριών για τη συγγραφή του βιβλίου.

Στις 670 περίπου σελίδες του περιεχομένου του βιβλίου(15-684), που γράφτηκε από τον Απρίλιο του 2002 μέχρι τον Ιούνιο του 2004, διακρίνουμε 1)Αυλαία(15-18): η ώρα που ο αφηγητής ακονίζει το μαχαίρι, για να γράψει τις λέξεις. «Ο γιος της ερημίας», σαραντάρης, παλιός ταξιδευτής κι άνθρωπος του κόσμου, πάει να συναντήσει ένα δεκατριάχρονο πρίγκηπα έξω από την Κοζάνη, τέλη Οκτώβρη του 2002. 2) Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ(19-263) ή παλιές αντρικές και γυναικείες ιστορίες ροκανίζουν το χρόνο. Πρόκειται για το Σάββατο 13 Αυγούστου 2002: ο Μάρκος και η Ελένη κλείνονται σε ένα ασανσέρ και κανείς δεν τους ακούει, για να τους απεγκλωβίσει. Το τσιγάρο, ο χυμός, η πληροφορία πως η Ελένη έχει ένα δεκατριάχρονο γιο, το Νίκο- Ζώη, η ερημιά του κτιρίου, η αδυναμία τους να επικοινωνήσουν για βοήθεια, η αφήγηση του Μάρκου, η ατέλειωτη νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή, αποτελούν στιγμές της ζωής τους αναπάντεχες. Ξετυλίγονται σιγά- σιγά οι ιστορίες των οικογενειών τους α) από τη μεριά της προσφυγιάς: ο Ηλίας Χατζίδης, προπάππος του Μάρκου, φεύγει από Αδριανούπολη τέλος του 19ου αι. στη Ρωμυλία, μετά Σαλονίκη κι από κει σε χωριό έξω από την Κοζάνη. Η φυγή κι ένας καθρέφτης είναι τα στοιχεία της ζωής του. Παντρεύεται την κόρη του τσοπάνη και κάποιο βράδυ σκοτώνει ένα λύκο. Τον βρίσκει νεκρό ο 15χρονος γιος του Μάρκος, που μετά το θάνατο του πατέρα του πηγαίνει Σαλονίκη, στους ανθρώπους του Βενιζέλου. Δεν τον αγγίζουν όσα βλέπει, επιστρέφει στο χωριό, μα από εκεί οι αδερφές και οι γαμπροί του τον απωθούν ξανά στη Σαλονίκη και στο Ρυζόμυλο, ένα χωριό έξω από το Βόλο, που παντρεύεται την Παναγιώτα, η οποία σύντομα πεθαίνει και τον αναγκάζει να ανεβεί προς το Γαλλικό ποταμό. Εκεί συναντά πρόσφυγες από Αδριανούπολη και επιδιώκει να πάρει κοντά σ΄ αυτούς ένα κομμάτι γης. Ο γιος του δολοφόνου του λύκου ζει με τους πρόσφυγες, με ρουσφέτι αποκτά σπίτι και χωράφι , γνωρίζει τον πόλεμο , δέχεται κι άλλους πρόσφυγες από τη Σμύρνη, παντρεύεται την Αννίκα Τοπάλογλου κι αποκτούν τρία παιδιά: τον Ηλία, τον Κοσμά και την Παναγιώτα. Οι καυγάδες των ντόπιων με τους πρόσφυγες συχνοί, ο Γαλλικός δημιουργεί προβλήματα με τις πλημμύρες, σώζει τα σπίτια τους η ειδοποίηση του Σιδερή, ενός τρελού της περιοχής, που ο Μάρκος τον κάνει νουνό της κόρης του Παναγιώτας. Ο Ηλίας αρχικά δουλεύει στα κτήματα με τον πατέρα του δεν αργεί όμως να συγκρουστεί και φεύγει στη Σαλονίκη, που συναντάει ένα λαθρέμπορο.

Β)από τη μεριά του Βελβεντού: η γιαγιά της Ελένης Ζώικα ήταν η μοναδική κόρη του Γιάννη Τσούντα(τάτκο) και της αηδονολαλούσας μάικα, που είχαν ακόμη τρία αγόρια σε ένα χωριό έξω από το Βελβεντό Κοζάνης. Στην πληροφορία ότι οι Βούλγαροι έρχονται στο χωριό, η δωδεκάχρονη Ζώικα έφυγε με τη Μαγδαληνή, δασκάλα του χωριού από τις Σέρρες, να σωθούν. Είδαν πίσω τους το χωριό να καίγεται, φιλοξενήθηκαν από Σαρακατσαναίους και ξεκίνησαν για Λάρισα. Σε μπλόκο Βουλγάρων η Ζώικα ξέφυγε, ενώ η δασκάλα κρεμάστηκε ανάποδα σε δένδρο. Οι Μαυρολέοντες, τσιφλικάδες του κάμπου κι άνθρωποι του βασιλιά Κωνσταντίνου, φιλοξένησαν τη Ζώικα επτά χρόνια και μετά την έστειλαν στο χωριό της. Στο Βελβεντό βρήκε τον αδερφό της Κωνσταντή με κομμένο το ένα χέρι ,ο οποίος την πήγε στο χωριό στη μάνα της, αφού της είπε πως ο πατέρας της κι ο αδερφός της Χρήστος σκοτώθηκαν εκείνη τη μέρα του 1906, ενώ ο τρίτος αδερφός της ο θοδωρής ήταν Αμερική. Το Μάη του ’17 πεθαίνει η μάνα τους και ζουν οι δυο στο χωριό. Τα νέα από την Αμερική δεν είναι τόσο καλά για το Θοδωρή, ο Κωνσταντής κάνει τον πραματευτή στα γύρω χωριά, η Ζώικα παντρεύεται ένα σαραντάρη θεολόγο, το Χαρίλαο Παναγάκο, που ήρθε από Αθήνα με τη χήρα μάνα του την Αντωνία και τ η ζωηρή αδερφή του Χρυσούλα, η οποία ήταν έγγυος κι έριξε το παιδί στη Λάρισα. Αργότερα κλέφτηκε με έναν Τούρκο, γεγονός που οδήγησε τη μητέρα τους σε εγκεφαλικό και στο θάνατο, τη μέρα που η Ζώικα γεννούσε τα δίδυμα, το Νίκο και την Αντωνία- Μαγδαληνή. Το ’35 η Χρυσούλα επιστρέφει, η Ζώικα πεθαίνει μετά από νοσηλεία στο σανατόριο Σαλονίκης, την οικογένεια βοηθάει η Κασσιανή με την κόρη της Αγγελική, ο Κωνσταντής χαρτοπαίζει και πίνει, ο Χαρίλαος δραστηριοποιείται με το καθεστώς της δικτατορίας , ο Νίκος γίνεται φαλαγγάρχης της ΕΟΝ, η Αντωνία έχει κι αυτή αναπτυχθεί, ο Παναγιώτης γιος της Κασσιανής μετά από μια ερωτική εμπειρία με τη Χρυσούλα φυλακίζεται στην Ακροναυπλία ως επικίνδυνος κομουνιστής και το Χειμώνα του ’38 βρίσκουν στα βουνά έξω απ’ το χωριό τα κόκαλα του Κωνσταντή.

3) Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ (265-502) ή οι μέσοι χρόνοι παρεισφρέουν στο θάνατο: O εγκλωβισμός της Ελένης και του Μάρκου στο ασανσέρ συνεχίζεται και την Κυριακή της 14ης Αυγούστου και παρά την ταλαιπωρία τους ζουν δυνατές ερωτικές στιγμές. α) ο Ηλίας παίρνει από το λαθρέμπορο Εφραίμογλου σημειώματα για δουλειά και αμέσως τον κρατάνε στο γαλατάδικο οι αδερφοί Σεραφίμοβιτς. Εκεί γνωρίζει και το Βασίλη, που αγαπάει μια Εβραία, την Έρικα και συνεργάζονται με άλλους νέους για την ανατροπή του καθεστώτος. Το ένα αφεντικό πεθαίνει, ο Βασίλης πηγαίνει στρατό κι αργότερα στο μέτωπο, απ’ όπου γράφει στον Ηλία, που το Πάσχα του ’40 επισκέπτεται την οικογένειά του στο χωριό. Την Άνοιξη του ΄41 ο Βασίλης επιστρέφει Σαλονίκη με ένα χέρι. Λίγο μετά πεθαίνει και το δεύτερο αφεντικό τους αφού δίνει στον Ηλία το μαγαζί και λίρες, που τις κρύβει στο σπίτι του στο χωριό. Γίνεται επίταξη στο μαγαζί , πουλάει τα πράγματα, συναντάει τον Εφραίμογλου σε οίκο ανοχής και περνάει ένα βράδυ με τη Μαρία. Κατοχή, πείνα, σκοτωμοί, προσφυγιά, αντάρτες στα βουνά, ο Ηλίας ταγμένος στο κόμμα, αλλάζει όνομα (Διομήδης, Γιώργος Εστέρογλου), προσφέρει στον αγώνα λίρες, παίρνει εντολή και σκοτώνει τον Εφραίμογλου, δίνει στο Βασίλη το σπίτι της Έρικα, γιατί η οικογένειά της είχε την τύχη των Εβραίων, δεν καταφέρνει όμως να την πάρει απ’ το στρατόπεδο ένα βράδυ, που προσπάθησε με το φίλο του, γιατί δεν ήθελε η ίδια να αποχωριστεί την οικογένειά της. Σκοτώνει ταγματασφαλίτες, μαθαίνει το θάνατο του Σιδερή(νουνού της αδερφής του). Η μητέρα του Σιδερή κρατάει ένα μουγκό προσφυγόπουλο, μα μετά από λίγο πεθαίνει κι αυτή και το παίρνει σπίτι του ο Μάρκος, που γίνεται πρόεδρος στο χωριό μετά από «υπόδειξη» Γερμανού και συνεργάτη του. Η οικογένεια Χατζίδη βλέπει τον Ηλία εξαγριωμένο για τελευταία φορά το Γενάρη του ’44,που στο μεταξύ έχει συγκρουστεί με το Βασίλη κι έχει ανεβεί στα βουνά. Τον σκοτώνουν 3 αντίπαλοί του 29 Οκτώβρη του ’44 στη Σαλονίκη, ενώ ο σημαιοφόρος αδερφός του Κοσμάς προσπαθεί να τον ακολουθήσει.

Β) ο Νίκος και η Αντωνία μεγαλώνουν με τη φροντίδα της Χρυσούλας και της Κασσιανής (που στεναχωριέται για τον Παναγιώτη) και με παρέα τους την Αγγελική, που ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις για δασκάλα. Με την κήρυξη του πολέμου(Οκτώβρης 1940) τα σχέδιά της ματαιώνονται, τα σχολεία κλείνουν, ο Χαρίλαος είναι περήφανος για τον κυβερνήτη και για το ότι «ο Χίτλερ είναι φιλέλλην», ο Νίκος γίνεται φαλαγγάρχης της ΕΟΝ και η Κασσιανή συναντάει το γιο της Παναγιώτη, δραπέτη φυλακών, στο στάβλο του Μπλιούρα, μετά από ειδοποίηση της ξαδέρφης της Νίκης. Αργότερα, ο Παναγιώτης αγωνίζεται με τον ΕΛΑΣ, τον ακολουθεί η αδερφή του, αφού πριν βοηθάει στα συσσίτια Βελβεντού, μάλιστα κάποια στιγμή παίρνει κοντά της και την Αντωνία. Τον Ιούνιο του ’43 ο Χαρίλαος πεθαίνει, το Χειμώνα του ’44 ο Νίκος καλεί στο χωριό 800 στρατιώτες των Ες Ες, για να το σώσουν απ’ τους κομουνιστές. Η Αντωνία φεύγει στα βουνά, η Χρυσούλα τα φτιάχνει με το Γερμανό λοχαγό, η Αντωνία φεύγει στα βουνά, κάποια μέρα όμως βλέπει στο δάσος το Νίκο με το Γερμανό να λειτουργούν σα ζευγάρι και γυρίζοντας σπίτι βάζει τέλος στη ζωή της. Όλο το χωριό τη βλέπει κρεμασμένη και ελάχιστοι πηγαίνουν σε χωράφι να τη θάψουν. Εκεί εμφανίζονται δύο αντάρτες, σκοτώνουν το Νίκο και το Γερμανό και παίρνουν την Κασσιανή στα βουνά, στα παιδιά της.

4) Η ΤΡΙΤΗ ΜΕΡΑ(503-667) ή η ανάσα και ο κνησμός των νέων χρόνων: συνεχίζονται οι τρυφερές στιγμές Μάρκου και Ελένης και οι ιστορίες της ζωής τους, ενώ ο Μάρκος κάνει πρόταση γάμου στην Ελένη. Εκείνη του γράφει ένα χαρτί , αν πεθάνει να μεγαλώσει εκείνος το γιο της α) στη δεκαετία του ’70 σε ένα δυάρι στη Θεσσαλονίκη ο έφηβος Μάρκος και ο αδερφός του Ηλίας ο νεώτερος παρατηρούν παλιές φωτογραφίες της οικογένειας. Ο πατέρας τους Κοσμάς είχε γνωρίσει τη μητέρα τους Υπαπαντή Λέκα σε ένα αποκριάτικο πάρτι. Λόγω ιστορικού της οικογένειας δεν μπόρεσε να πάει πανεπιστήμιο, δούλευε στου Φλόκα και αλλού και παντρεύτηκαν το ’54, μετά από αρραβωνιάσματα και διαπίστωση ότι οι δυο οικογένειες δεν ταίριαζαν καθόλου ιδεολογικά. Μετά τη γέννηση των δύο γιων τους η Υπαπαντή έχασε το ’64 τον πατέρα της που στο μεταξύ έπαιξε το μαγαζί του στα χαρτιά, και ο δρόμος της πήρε το πατρικό σπίτι της . Τα δύο παιδιά είχαν κοινούς φίλους στο Λύκειο, ο Ηλίας πέρασε Γεωπονικό Θεσσαλονίκης κι έγινε κνίτης, μάλωνε συχνά με το Μάρκο, που αποφάσισε κάποια στιγμή να πάει Πορτογαλία με ένα φίλο του. Η θεία τους η Παναγιώτα έμεινε ανύπανδρη, ενώ το ’78 πέθανε ο παππούς τους Μάρκος. Μετά το δελεαστικό ταξίδι του Μάρκου και του Στέλιου στην Ευρώπη ακολούθησαν: θερινά φροντιστήρια, παρέες και αφηγήσεις, επιτυχία στην Αγγλική φιλολογία , διακοπές στον Πλαταμώνα, ταξίδι με τη θεία Παναγιώτα στους Αγίους τόπους και στο Νείλο, δύο βδομάδες στο Άγιο όρος, συζητήσεις του Κοσμά με τα παιδιά, ιδιαίτερα μετά από καρδιακό επεισόδιο της Υπαπαντής. Ο Μάρκος πήρε το πτυχίο του, δούλευε ως ξεναγός, ταξίδεψε στη Σιβηρία, αλλά τον έφερε πίσω ο θάνατος της μητέρας του. Ο Ηλίας υπηρέτησε στο Σουφλί κι έπιασε δουλειά σε εταιρία με γεωργικά φάρμακα, παντρεύτηκε την κόρη του ενός συνεταίρου απέκτησε δίδυμα και ζούσε στην Αθήνα. Ο Μάρκος έκανε ένα μεταπτυχιακό, υπηρέτησε στα Γιάννενα ως αξιωματικός κι ερωτεύτηκε τη γειτόνισσα Αλεξία. Λόγω προβλήματος του πατέρα του μετατέθηκε Θεσσαλονίκη, άνοιξε φροντιστήριο Αγγλικών. Μετά το θάνατο του πατέρα του, 9 Αυγούστου 2002, ανέβηκε στο συμβολαιογράφο για τη διαθήκη.

Β) η Αντωνία πληροφορείται τα νέα σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο του ΕΛΑΣ στα Πιέρια και γυρνώντας στο χωριό βρίσκει το σπίτι λεηλατημένο. Μαθαίνει ότι ο Παναγιώτης σκοτώθηκε και η Κασσιανή με την Αγγελική βρίσκονταν στον Άι- Στράτη, μετά από βασανιστήρια. Με προξενιό του νουνού της Ορφέα παντρεύεται το ’55 έναν απόστρατο ταξίαρχο, τον εξηντάχρονο Περικλή Πολύζο και κάνουν την Ελένη. Ένα βράδυ του ’70 ο Πολύζος πεθαίνει από ανακοπή , η Αντωνία πουλάει το σπίτι στο χωριό και με την Ελένη πάνε Αθήνα. Εκεί τα φτιάχνει με τον Αλφρέντο, που ρίχτηκε στην Ελένη μια μέρα που η Αντωνία έλειπε . Τον διώχνει και επιστρέφουν Μακεδονία, Θεσσαλονίκη αυτή τη φορά. Η Ελένη πάει Γυμνάσιο και η Αντωνία συναντιέται με έναν οδοντίατρο, που τη διώχνει μετά από κάποιο διάστημα. Η Ελένη περνάει στη Νομική , η μητέρα της παθαίνει εγκεφαλικό και η γυναίκα που προσλαμβάνεται να την προσέχει είναι η Αγγελική! Πέντε μήνες μετά η Αντωνία πεθαίνει, η Ελένη γνωρίζει το Μάρκελλο κι αναπτύσσεται μεταξύ τους δυνατός έρωτας, εκείνος φεύγει για Παρίσι όντας εκείνη έγγυος. Διορίζεται στο δημόσιο και γεννάει ένα αγόρι, που το αποκαλεί πρίγκηπα. Νουνός του ο δικηγόρος Άγγελος Καμπούρογλου και η γυναίκα του Ευγενία, που δεν έχουν παιδιά και κάνουν παρέα με την Ελένη, που τελικά πεθαίνει στο ασανσέρ από αφυδάτωση. 5) ΚΟΜΜΟΣ-ΕΞΟΔΟΣ(669-684) Ο Μάρκος συνέρχεται στο νοσοκομείο μετά από νοσηλεία και διεκδικεί τον πρίγκηπα. Τελικά όμως τον κρατά να τον μεγαλώσει το ζεύγος Καμπούρογλου

Ένα βιβλίο ποταμός γνώσεων για απαιτητικούς αναγνώστες και όπως γράφει ο Γιανναράς στο οπισθόφυλλο «συναρπαστική πλοκή, εκπληκτική ζωντάνια αφηγηματικού λόγου, ένσαρκος στη ζωή προβληματισμός για τη συνάντηση του ανθρώπου με την προσωπική του αποτυχία και πτώση».

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ- ΝΤΑΝΟΥ

thumb - Αντίγραφο