Φεγγαράκι μου λαμπρό/Φέγγε μου να περπατώ…

Έτσι καταγράφηκε το φεγγαράκι στην παιδική μου μνήμη ως σημείο αναφοράς των σκλαβωμένων Ελληνόπουλων που πήγαιναν κρυφά στις εκκλησιές τις νύχτες να μυηθούν στα γράμματα και την Ορθοδοξία.

Το λάτρεψα στα παιδικά μου χρόνια γιατί έφεγγε την στράτα μου εκεί στα σκοτεινά σοκάκια της μικρής πολίχνης μου, όπου ο ουρανός ντυνόταν κατάμαυρος μετά την πρόωρη δύση του χειμωνιάτικου ήλιου.

Μου άρεσε να το θωρώ τις καλοκαιρινές νύχτες όταν έβγαινε τη βόλτα του στον ουρανό μέσα απο τα βουνά της Λάμιας βιαστικό και ανυπόμονο πριν ακόμη καλά καλά ο ήλιος πάρει τη νυχτερινή του βουτιά στη θάλασσα. Αυτό το ετερόφωτο φεγγάρι ξεπρόβαλε μεγάλο και καμαρωτό κάνοντας ζήλιες στον ηλιάτορα που αναχωρούσε γι΄ άλλες πολιτείες. Πόσο τολμηρό και αγνώμον φεγγάρι, συλλογιζόμουν συχνά πυκνά εκείνες τις ώρες που ο νους και οι ιδέες δεν είχαν ακόμη σχετικοποιηθεί μέσα μου!

Λάτρευα να βλέπω να μαζεύονται μέσα του τα συννεφάκια και να δημιουργούνται σχήματα, που προσπαθούσα να ερμηνεύσω με το παιδικό μυαλό μου. Κι όταν στο τέλος του κύκλου του γινόταν μια στενή φέτα, τότε ήθελα να πετάξω μέχρι εκεί σαν τον Μικρό Πρίγκιπα να κάνω αιώρα στη χλωμή αγκαλιά του.

Κι ύστερα στα χρόνια του γυμνασίου το φεγγαράκι έγινε σελήνη με τον πύραυλο Απόλλωνα ΙΙ να προσγειώνεται στο έδαφός του. Ολάκερη η πόλη κολλημένη στην ασπρόμαυρη τηλεόραση να χαζεύει το φαντασμαγορικό πάτημα του ανθρώπου στο φεγγάρι. Κι ο παππούς μου να με παίρνει παραδίπλα να μου ψυθυρίζει στ’ αυτί πως αυτό είναι μια απάτη, μια καλοστημένη προπαγάνδα των Αμερικάνων για να πιστέψει η υφήλιος πως μπορούν να κατακτήσουν όλο το σύμπαν.

Το απέρριψα το πατημένο απ΄ τους ανθρώπους φεγγάρι, που έτσι κι αλλιώς ήταν θύμα της πλεκτάνης ενός λαού που δολοφονούσε προέδρους και πολιτικούς. Είχα θυμώσει τόσο πολύ μαζί του, που δεν κοίταζα κατά το μέρος του στις βραδινές εξόδους. Άλλωστε, η γειτονιά είχε φωτισθεί με ηλεκτρικές κολώνες.

Ξαναφιλιώθηκα με το φεγγάρι στα φοιτητικά χρόνια, όταν στο γέμισμά του ξεσηκωνόμασταν και τρέχαμε στις παραλίες με όλα τα παιδιά της παρέας ν΄ ανάψουμε φωτιές, να κολυμπήσουμε στα νερά που γίνονταν ασημένια από την αντανάκλαση του. Στις πανσέληνους αφήναμε με την αδελφή μου τα παράθυρα του υπνοδωματίου μας ανοιχτά να μην κοιμηθούμε όλη τη νύχτα για να φτιάξουμε ιστορίες του φεγγαριού κι ας ήμασταν γυναίκες πια.

Εκείνη είχε άλλη σχέση με το φεγγάρι, το κοίταζε κατάματα κι εγώ της έλεγα να χαμηλώσει το βλέμμα μην κάψει τη ματιά της. Αλλά η μικρή μου αδελφή δεν χόρταινε να το ρουφάει, να παίρνει από την ετερόφωτη λάμψη του λες και ήξερε πως και τούτη η αγάπη της θάταν περαστική.

Στο Μόντρεαλ το φεγγάρι έχει δυο πρόσωπα. Το χειμώνα γίνεται μεγάλο και φωτεινό ακόμη και στο τελείωμά του. Λάμπει σαν το βόρειο σέλας ολάκερες τις νύχτες αντανακλώντας το φως του χιονιού, δίνοντας λάμψη στη λευκή παγωμένη ατμόσφαιρα. Σα να πανηγυρίζει το χειμώνα τούτο το μεγάλο φεγγάρι, μου φαίνεται, που εξοστρακίζει τον ήλιο από νωρίς το απόγευμα για να μονοπωλήσει τις πολιτείες του βορρά.

Κι όταν έρχεται το καλοκαίρι, εδώ στην πόλη μου το φεγγάρι μικραίνει, χάνεται στα ύψη του ουρανού αφήνοντας λίγες άνευρες και μακρινές ακτίδες τις θερμές νύχτες. Πώς να διεκδικήσει θέση στον ορίζοντα όταν ο ήλιος, ο ηλιάτορας ,ο βασιλιάς ο ήλιος κάθεται στο θρόνο του 16 ώρες το 24ωρο;

Τότε το φεγγάρι χλωμιάζει από ντροπή γιατί δείχνει την αδυναμία του. Η φύση αποκαλύπτει πως δεν είναι παρά ένας ετερόφωτος δορυφόρος που ζει στο περιθώριο του ζωογόνου ήλιου.

Τότε βγαίνω στο μπαλκόνι της λίμνης και του τραγουδώ με μια καρδιά γεμάτη συμπόνια για την ταπείνωσή του:

Φεγγάρι μου χλωμό/Μάθε πως σ’ αγαπώ

/Γιατί εσύ μόνο μπορείς/
Στην πεταλούδα μου να πεις
/Πως η ζωή μου έχει χάσει/Τη λάμψη της τη μαγική/
Τρελό, ανυπότακτο φεγγάρι/
Είμαι αφώτιστη, λειψή!