Γράφει η Σοφία Μεσσήνη, Ψυχολόγος- Παιδοψυχολόγος

Έφτασαν οι Απόκριες και όλοι καλούμαστε να μασκαρευτούμε φορώντας στολές, αξεσουάρ, μάσκες. Αναμφίβολα, όμως, οι μάσκες έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του σύγχρονου ανθρώπου και η χρήση τους δεν περιορίζεται στην περίοδο της Αποκριάς. Η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια, οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής, η απουσία εμπιστοσύνης, οι πιέσεις του κοινωνικού περίγυρου και των σημαντικών άλλων αλλά και ποικίλοι άλλοι λόγοι μας οδηγούν στην υιοθέτηση διαφόρων «προσωπείων» ανάλογα με την εκάστοτε περίσταση.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη μάσκα στο χώρο εργασίας μας, αυτή που θα ονομάζαμε ως τη «μάσκα του σοβαρού». Όλοι είμαστε αρκετά διαφορετικοί στο χώρο εργασίας μας, ένα χώρο στον οποίο καλούμαστε να διεκπεραιώσουμε ένα συγκεκριμένο έργο και δεν υπάρχει περιθώριο για ξεσπάσματα και φωνές ούτε για απεριόριστο χαβαλέ και αστεία. Ο τρόπος που κινούμαστε και εκφραζόμαστε στο χώρο εργασίας διαφέρει αρκετά από αυτό τον τρόπο που θα υιοθετούσαμε σπίτι μας ή σε έναν άλλο πολύ οικείο χώρο. Επιπλέον, ο τρόπος που συμπεριφερόμαστε απέναντι στους ανωτέρους μας είναι πάντα μετρημένος, εφόσον ακόμα και να διαφωνούμε μαζί τους σχεδόν ποτέ δεν το εκφράζομαι και πάντα αποφεύγουμε να διαπληκτιστούμε μαζί τους.

Μία άλλη πολύ συνηθισμένη μάσκα είναι αυτή που υιοθετούμε σε κοινωνικές περιστάσεις, όπως σε οικογενειακές συναντήσεις με γονείς. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι κάθε γονέας όσο και αν έχει μεγαλώσει το παιδί του το βλέπει πάντα ως ένα μικρό παιδί. Αυτή την πραγματικότητα αργούμε να την αντιληφθούμε ως παιδιά, αλλά καθώς περνούν τα χρόνια και απομακρυνόμαστε από το πατρικό μας σπίτι γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη. Έτσι, όταν επισκεπτόμαστε τους γονείς μας τείνουμε να φοράμε μία «μάσκα αγάπης». Για την ακρίβεια, προσπαθούμε να παρουσιάζουμε μόνο τα καλά που μας συμβαίνουν τόσο για να μην τους φανούμε προβληματισμένοι όσο και για να μην τους αγχώσουμε με τα δικά μας προβλήματα.

Είναι πολλές οι κοινωνικές περιστάσεις στις οποίες υιοθετούμε ποικίλες μάσκες. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, την περίπτωση του φλερτ και του πρώτου ραντεβού, όπου και πάλι εδώ προσπαθούμε να παρουσιάσουμε μία ιδανική πλευρά του εαυτού μας ώστε να κατακτήσουμε τον άλλο. Πολλές φορές, μάλιστα, προσαρμοζόμαστε νωρίς στις συνήθειες του άλλου ώστε να αποδείξουμε ότι ταιριάζουμε.

Όσες και αν είναι οι μάσκες που φοράμε στην καθημερινότητά μας, θα πρέπει να μην ξεχνάμε ποτέ τον αυθεντικό μας εαυτό, έναν εαυτό τον οποίο μπορούμε πάντα να εκφράζουμε σε οικείους ανθρώπους, φίλους και άτομα εμπιστοσύνης. Πρωταρχική ανάγκη για να είμαστε αυθεντικοί είναι φυσικά να αποδεχτούμε τις μάσκες μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι τις φοράμε. Έτσι, μπορούμε να τις κάνουμε κομμάτι του αυθεντικού μας εαυτού γνωρίζοντας πάντα πότε, πως και γιατί τις φοράμε.

Η συνειδητοποίηση, όμως, της χρήσης μίας μάσκας στην καθημερινότητα δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση για τον σύγχρονο Νεοέλληνα, εφόσον οι τελευταίες γενιές Ελλήνων γαλουχήθηκαν με τις ιδέες του να μην εκφράζουν αυτό που πραγματικά νιώθουν, να κάνουν πως δεν έγινε τίποτα όταν κάτι τους εχοχλεί, να μην δίνουν δικαιώματα στους άλλους, να είναι ήρεμοι, να αποτελούν πρότυπα προς μίμηση κ.α. Έτσι, η συνειδητοποίηση των συναισθημάτων μας και η υγιής έκφραση (και όχι η συσωρευτική κατακράτηση) αυτών αποτελεί το πρώτο κομβικό βήμα προς τη διατήρηση της αυθεντικότητάς μας, την αποδοχή των μασκών μας και την ψυχοσωματική μας ακεραιότητα.

Σοφία Μεσσήνη

Ψυχολόγος- Παιδοψυχολόγος

MSc Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία,

Durham University, UK