Παρίσι –  Επιθέσεις τζιχαντιστών, μεταναστευτική κρίση, ελληνικό χρέος, αυξανόμενος εθνικισμός: Σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ανησυχία και η διαίρεση αυξάνονται με έναν τρόπο που δεν έχουμε ξαναδεί από τη δεκαετία του 1940.

Αντιμέτωπη με αυτές τις εξελίξεις, η Ευρώπη έχει παραλύσει. Και το πιο επικίνδυνο στοιχείο για το ευρωπαϊκό όνειρο μόλις και μετά βίας διακρίνεται: Ένα ρήγμα που βαθαίνει ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία και το οποίο αφορά τον τρόπο με τον οποίον οι δύο χώρες πιστεύουν ότι θα συνεχιστεί η ευημερία και η ασφάλεια στην Ευρώπη, ζωτικής σημασίας έννοιες για τα εθνικά τους συμφέροντα.

O άξονας Γαλλίας-Γερμανίας
Αν η Γαλλία και η Γερμανία δεν μπορούν να εργαστούν μαζί, το όνειρο μιας ενωμένης Ευρώπης θα θρυμματιστεί. Στη δεκαετία του 1950, όταν το ευρωπαϊκό εγχείρημα «οδηγούσε» ο Καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ και ο Πρόεδρος Σαρλ ντε Γκολ, μια ιστορική κατανόηση εδραιώθηκε: η γαλλογερμανική συνεργασία θα ήταν το θεμέλιο για την οικοδόμηση και την αναβίωση της Δυτικής Ευρώπης. Η Γαλλία θα οδηγούσε την πολιτική ανασυγκρότηση της Ευρώπης, ενώ η Δυτική Γερμανία θα τροφοδοτούσε την οικονομία της.
Φαινόταν λογικό. Στα ερείπια του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, που ακόμα σιγόκαιγαν, τα δύο έθνη είχαν συγκρίσιμη δύναμη, και για 30 χρόνια εργάστηκαν μαζί στα σχέδια για μια κοινή αγορά, για μια πανευρωπαϊκή πολιτική βίζας και για ένα κοινό νόμισμα.

Κύρια φωνή η Γερμανία

Αλλά στη δεκαετία του 1990, η γερμανική επανένωση ανέτρεψε την ισορροπία. Η Γαλλική επιρροή εξασθένισε, καθώς η οικονομία της Γερμανίας μετατράπηκε σε μια νύχτα σ’ ένα μεγαθήριο. Η Γαλλία πολέμησε την παγκοσμιοποίηση, αρνούμενη να ανταλλάξει τα κοινωνικά οφέλη του κράτους πρόνοιας με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Έτσι, η Γερμανία έγινε σύντομα η κύρια φωνή εντός της ευρωπαϊκής αγοράς.
Όταν ήρθε το κοινό νόμισμα , οι γερμανικές τράπεζες κατέλαβαν την πρώτη θέση. Από το 2005, οι ψηφοφόροι της Γαλλίας έδειχνα απρόθυμοι στην εκχώρηση περισσότερης κυριαρχίας: Σε ένα ιστορικό δημοψήφισμα, που ακολουθήθηκε σύντομα και από ένα αντίστοιχο στην Ολλανδία, οι Γάλλοι σταμάτησαν την Ευρωπαϊκή ορμή προς ένα πανευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Στη συνέχεια ήρθε το οικονομικό κραχ του 2008 για να αποκαλύψει το οικονομικό χάσμα και τις πολιτικές δυσαρέσκειες μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης, που καθοδηγεί η Γερμανία, και του «λιγότερου εργατικού» Νότου.
Ακόμη πιο επικίνδυνο πολιτικά, αλλά που έχει συζητηθεί λιγότερο απ όλα μέχρι σήμερα, είναι ότι αυτή σύγκρουση αναδεικνύει ένα ακόμη χάσμα μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας και των στάσεων τους, που αυτήν την φορά αφορά το εργατικό δυναμικό τους, τις πολιτικές τους κοινωνικής πρόνοιας και την διπλωματία τους. Πέρυσι, η τρομοκρατία και η προσφυγική κρίση στη Μέση Ανατολή τα έφεραν, πιο ξεκάθαρα από ποτέ πριν, στο επίκεντρο της επικαιρότητας.

Γαλλία-Γερμανία δεν μιλούν πια την ίδια γλώσσα
Τώρα, όταν συναντιούνται ο Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ μιλούν και οι δυο για αλληλεγγύη, αλλά με διαφορετικούς όρους. Ο Ολάντ δηλώνει ότι η Γαλλία βρίσκεται «σε πόλεμο με το ισλαμικό κράτος», ενώ οι Γερμανοί ηγέτες μιλούν για «καταπολέμηση της τρομοκρατίας». Η Γαλλία αναλαμβάνει στρατιωτικές εκστρατείες στο Μάλι, το Ιράκ και τη Συρία, ενώ οι Γερμανοί προτιμούν τις διεθνείς ανθρωπιστικές επιχειρήσεις. Οι Γερμανοί εκνευρίζονται με το ότι οι Γάλλοι έχουν γίνει «πολεμοχαρείς», ενώ την ίδια στιγμή πολλοί Γάλλοι νιώθουν κατευνασμό και όχι τύψεις όταν οι σημερινοί Γερμανοί υποστηρίζουν: «Ποτέ ξανά πόλεμος, ποτέ ξανά Άουσβιτς».
Στα οικονομικά, η Γερμανία είναι το τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής του «ηλεκτρικού ρεύματος» που τροφοδοτεί τον φιλελευθερισμό της ελεύθερης αγοράς, την ισχυρή λιτότητα και τον περιορισμό της σπατάλης στους κρατικούς προϋπολογισμούς, πράγματα τα οποία συνδέουν οι Γερμανοί με το «κράτος πρόνοιας το ευρώ», μια πολλή «γαλλική ιδέα».
Ακόμη και ο ίδιος ο ορισμός της Ευρω-δύναμης αμφισβητείται: Για τους Γάλλους, που παρεμβαίνουν στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή, η ισχύς είναι στρατιωτική και πολιτική. Για τους Γερμανούς, η δύναμη είναι τόσο οικονομική όσο και πολιτική, με μια προς ανατολάς εστίαση -κυρίως προς τη Ρωσία και τις γειτονικές της χώρες.

Διαφωνούν και για τους πρόσφυγες
Προσπαθώντας να διαβάσουμε το μέλλον, η πιο επικίνδυνη σύγκρουση μπορεί να λάβει χώρα πάνω στην «πλημμύρα» των μουσουλμάνων προσφύγων και των άλλων μεταναστών. Πέρυσι, η Γερμανία, που ενεργεί μονομερώς, κάλεσε πάνω από ένα εκατομμύριο στα εδάφη της, ενώ η Γαλλία πήρε – απρόθυμα – μερικές χιλιάδες. Η Γαλλία θέλει να κλείσει τα σύνορα της ηπείρου, ενώ η Γερμανία θέλει την Τουρκία να συμβάλει αναλαμβάνοντας περισσότερους πρόσφυγες – Μια διαφαινόμενη σύγκρουση όμως δεν θα αφορά διαφορετικές συνειδήσεις, όσο θα βασίζεται σε ανταγωνιστικές οικονομικές επιδιώξεις. Η Γερμανία απαιτεί περισσότερους εργαζομένους, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού της  (δεύτερη στον κόσμο μετά την Ιαπωνία), ενώ η Γαλλία, αντίθετα, αντιστέκεται, καθώς έχει τεράστια ποσοστά ανεργίας – και έναν από τους υψηλότερους δείκτες γεννήσεων στην Ευρώπης.
Η Γαλλία έχει επίσης αναγνωρίσει ότι η μεγαλύτερη κοινωνική πρόκληση που αντιμετωπίζει είναι η ενσωμάτωση εκατομμυρίων μουσουλμάνων Γάλλων πολιτών στην κοσμική κοινωνία της – μια κρίση ταυτότητας και για τις δύο πλευρές. Αυτού του είδους η ένταση είναι κάτι για το οποίο οι Γερμανοί δεν ανησυχούν και τόσο πολύ. Όπως έγραψε πέρσι ο Γιόσκα Φίσερ, πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, στο Vanity Fair, «η Άνγκελα Μέρκελ κυβερνά μια Γερμανία, όπου ο ήλιος λάμπει κάθε μέρα, το όνειρο κάθε δημοκρατικά εκλεγμένου πολιτικού».

«Wir Schaffen das» – Θα το καταφέρουμε
Αυτό βέβαια, φαίνεται να ίσχυε μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες. Η τρομακτική σύγκρουση πολιτισμών που εμφανίσθηκε στην Κολωνία την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, με νέες Γερμανίδες να δέχονται επίθεση από έναν όχλο Αράβων ανδρών/μεταναστών, ήταν το καμπανάκι του κινδύνου που ξύπνησε πολλούς Γερμανούς – ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι κανείς δεν μπορεί να παραμείνει ένα «ασφαλές νησί» σε μια ταραγμένη και επικίνδυνη θάλασσα, αδιαφορώντας για τους γείτονες του. Ωστόσο, η Μέρκελ εξακολουθεί να εμμένει στην γερμανική πολιτική «ανοιχτών θυρών» για τους μετανάστες, ακόμη και αν η στάση της την απομονώνει από τους συμμάχους της στην Γερμανία, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή η απόφαση επίσης παρατείνει ακόμη περισσότερο την αδυναμία της Ευρώπης να βρει μια κοινή προσέγγιση στο πρόβλημα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα, την αποτυχημένη Σύνοδο Κορυφής της περασμένης εβδομάδας στις Βρυξέλλες.
Το περασμένο φθινόπωρο, το καθιερωμένο μότο της Μέρκελ προς τους Γερμανούς ήταν «Wir Schaffen das» – Θα το καταφέρουμε. Αλλά τώρα δείχνει να χάνει ευκαιρία να ακούσει πιο καθαρά τους προσφάτως «τραυματισμένους» πολίτες της και την νευρικότητα της υπόλοιπης Ευρώπης και να καλέσει τη Γαλλία να γεφυρώσουν το χάσμα που υπάρχει μεταξύ τους. Σίγουρα, αν προσπαθούσαν, οι δύο εταίροι, θα μπορούσαν να βρουν μια μέση λύση μεταξύ του να αγνοούν την απειλή και να αρνούνται να βοηθήσουν αθώα θύματα.
Αλλά αυτή μάλλον δεν είναι μια ευοίωνη στιγμή για μια τέτοια συνεργασία. Ακόμη και αν το ριζοσπαστικό Ισλάμ, οι μαζικές μεταναστεύσεις, ο ρωσικός ρεβανσισμός και οι στρατιωτικές επεμβάσεις αποτελούν προκλήσεις που κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει από μόνο του, τα πολιτικά συναισθήματα σε ολόκληρη την ήπειρο βρίσκονται όλα προς λάθος κατεύθυνση. Φοβισμένοι οι Ευρωπαίοι δείχνουν να υποχωρούν από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προς τα κυρίαρχα έθνη-κράτη τους, παρακινούμενοι από τη λαϊκή δεξιά και την ξενοφοβία. Στην Ουγγαρία και την Πολωνία, οι εν λόγω δυνάμεις έχουν πάρει ήδη την εξουσία. Από το 2017, μπορεί κάλλιστα να ισχύει το ίδιο και στη Γαλλία, ενώ οι Βρετανοί μπορεί να έχουν εγκαταλείψει την Ευρώπη ολοκληρωτικά. Αυτές οι εξελίξεις δεν θα επιτρέψουν σε κανένα άλλο έθνος να αναλάβει τα ηνία από την Γαλλία ή την Γερμανία στην ηγετική θέση μιας ατελούς κατά τα άλλα Ένωσης.

Θα ξεπεράσει η Ευρώπη την κρίση;
Τι θα επακολουθήσει λοιπόν; Μπορούμε να ελπίζουμε ότι η Ευρώπη θα ξεπεράσει κι αυτή την κρίση; Θα υπάρξει μια γαλλο-γερμανική μεταστροφή, έχοντας στο μυαλό την ντροπιαστική μνήμη της σφαγής στο Βερντέν πριν από 100 χρόνια; Δε νομίζω.
Είναι θέμα ηγεσίας. Στη δεκαετία του 1990, ο Φρανσουά Μιτεράν και Χέλμουτ Κολ, όπως ο Αντενάουερ και ο Ντε Γκολ πριν από αυτούς, μπορούσαν να συνεργαστούν, εν μέρει επειδή είχαν βιώσει την απόλυτη εναλλακτική λύση – τη φρίκη του πολέμου. Αλλά τέτοιοι «πολιτικοί γίγαντες» απουσιάζουν εδώ και καιρό από το «ευρωπαϊκό γήπεδο». Δεν υπάρχει σήμερα ούτε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα να ακολουθηθεί, ούτε η αληθινή αλληλεγγύη που απαιτείται και οι ιστορικές μνήμες έχουν ξεθωριάσει. Η Μέρκελ και ο Ολάντ έχουν περισσότερο από ποτέ επικεντρωθεί στα δικά τους εθνικά διακυβεύματα: που για τη Γαλλία είναι, πώς να ελέγξει την τρομοκρατία και για τη Γερμανία, πώς να αντιμετωπίσει τους πρόσφυγες.
Αυτό που οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν έχουν κάνει -και πρέπει πολύ απλά να ξεκινήσουν να κάνουν- είναι να προετοιμάσουν τους πολίτες τους προς την κύρια προϋπόθεση για περαιτέρω πρόοδο, αυτήν της μεγαλύτερης ενότητας – ένα τεράστιο άλμα πίστης και αισιοδοξίας, ακόμη και με το δεδομένο του καθηλωτικού φόβου που δημιουργούν οι νέες προκλήσεις.
Αντ ‘αυτού, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δείχνουν να προδίδουν τα όνειρα των λαών τους με το να ξιφουλκούν μεταξύ τους. Και ακόμη και η γενιά μου, που ήταν 15 έως 20 ετών, όταν το Τείχος του Βερολίνου έπεσε, φαίνεται αδύναμη να σταθεί απέναντι τους και να απαιτήσει όλα αυτά που θα σώσουν το όνειρο που μας υποσχέθηκαν – μια Ευρώπη σε μόνιμη ειρήνη στην οποία εργαζόμαστε από κοινού για να επιλύσουμε τα προβλήματα μας, μετά και από όλη την εμπειρία της φρίκης και των συγκρούσεων του 20ου αιώνα.

(άρθρο γνώμης του Γάλλου, Olivier Guez)