Ήξερε καλά την αγάπη του πατέρα της για τη θάλασσα, την είχε βιώσει στο πετσί της ολόκληρη τη ζωή της…

Άλλο ένα ηλιοβασίλεμα  έφτασε και τον βρήκε να κάθεται στα βράχια, εκεί  στην άκρη του λιμανιού,  και να αγναντεύει τα βραδινά πλοία να φεύγουν για τους μακρινούς προορισμούς τους.

Άλλο ένα τελείωμα της μέρας τον βρήκε να αναπολεί την παλιά του ζωή, όταν κι εκείνος ήταν μέρος εκείνων και άλλων πολλών πλοίων.

Άλλο ένα σκοτείνιασμα του ουρανού, τον συντρόφευε κι απόψε, στο σκοτείνιασμα της δικής του ψυχής.

Το μόνο φως που την έλουζε λίγο ήταν αυτό από τα φωτάκια τους που καθρεφτίζονταν τρεμάμενα στα άλλοτε ήρεμα και άλλοτε ταραγμένα νερά της θάλασσας του.

Δυο χρόνια τώρα, κάθε βραδάκι, βρέξει, χιονίσει, με το που σουρούπωνε, έφευγε από το σπίτι. Την κόρη του, που τον πρόσεχε, έμενε στο ισόγειο του σπιτιού της σε ένα μικρό διαμέρισμα καθαρό και περιποιημένο από τα χεράκια της, την είχε πείσει ότι πάει στο παλιό καφενείο των απόμαχων ναυτικών, σε εκείνη τη στοά, στην ψαραγορά, κοντά στο λιμάνι. Και ήταν τόσο τυπικός στην ώρα της επιστροφής του στο σπίτι , που η γυναίκα δεν είχε λόγο να μην τον πιστέψει. Άλλωστε ήξερε καλά την αγάπη του πατέρα της για τη θάλασσα, την είχε βιώσει στο πετσί της ολόκληρη τη ζωή της, και είχε απόλυτα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο πατέρας της που τον λάτρευε, αγαπούσε πιο πολύ τη θάλασσα παρά εκείνη.  Θεωρούσε λοιπόν άκρως φυσιολογικό να του αρέσει να συναναστρέφεται με παλιούς συναδέρφους του και να λένε τα δικά τους.

Βέβαια δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η παρέα του πατέρα της δεν ήταν οι απόμαχοι, αλλά η ίδια η θάλασσα.

Είχε κόψει επαφές μαζί τους, κάτι δεν του άρεσε. Κάτι τον χάλαγε, τον στενοχωρούσε. Οι περισσότεροι μιλούσαν για τη μεγάλη αυτή ερωμένη… με νοσταλγία, με πόνο ίσως, κάποιοι με θυμό, άλλοι με λατρεία, αλλά κανείς από όλους τους γνωστούς του τουλάχιστον, δεν είχε πάει ούτε μια φορά να καθίσει κοντά της, δεν είχε πάει να της μιλήσει, να τα πουν έτσι απλά, σαν παλιοί φίλοι.

Τους είχε παρατηρήσει.

Προτιμούσαν να πάνε στο καφενείο μέσα από τα στενά της πόλης, παρά να πάρουν το παραλιακό δρόμο, να τους φυσήξει ο αέρας της, παρά να βρεθούν έστω και για λίγο δίπλα της. Σχεδόν δεν γύριζαν το κεφάλι τους να τη δουν, δεν επέτρεπαν  στο βλέμμα τους να αφεθεί πάνω της. Σα να τη φοβόντουσαν.

Αυτό τον ενοχλούσε και μετά από μια τελευταία συζήτηση-διαμάχη που είχε με ένα παλιό καπετάνιο στο καφενείο σχετικά με αυτό το θέμα, δεν ξαναπάτησε το πόδι του.

Εκείνος ήταν αλλιώς, εκείνος της ήταν πιστός. Ήταν η μεγάλη αγαπημένη του, ήταν ο έρωτας της ζωής του. Η καλύτερη ερωμένη που θα μπορούσε ποτέ  να είχε. Δεν τον είχε προδώσει ποτέ. Τι περίεργο.  Έτσι κι εκείνος δεν θα την πρόδιδε.

Του στάθηκε καλύτερα και από μάνα κι από πατέρα, κι από γυναίκα και παιδιά. Ήταν αυτό που λέμε ο…»άνθρωπος» του.

Από τη στιγμή που θυμάται τον εαυτό του, από μωρό δυο χρονών,  άρχισε να τον ξελογιάζει. Τον τράβαγε το χρώμα, το άρωμα, η μουσική των κυμάτων της, σαν μαγνήτης. Η κακομοίρα η μάνα του κάθε φορά τράβαγε τα πάνδεινα για να τον ξεκολλήσει από τα κάλλη της. Μπορούσε να κολυμπάει για ώρες και ώρες, να παίζει με τα ψάρια της, να ταλαιπωρεί τα καβούρια της, να τρυπιέται από τους αχινούς της. Ακόμα και  τις πρώτες παιδικές πληγές στα πόδια του στα βράχια της τις έκανε.  Που τον έχανες, που τον έβρισκες, ήταν εκεί, πάντα δίπλα στη θάλασσα. Πάντα με βρεγμένα ρούχα. Πάντα με το αλάτι της επάνω του που κόντευε να κάνει στρώση στο σώμα του. Περπατούσε κι  άφηνε παντού την αλμύρα της πίσω του, ευωδίαζε το ιώδιο της πάνω του και γύρω του.

Φυσικό ήταν από τα δεκατέσσερα να αφήσει το σχολείο και να πιάσει δουλειά στα ψαροκάικα του νησιού του. Επέστρεψε βέβαια σε αυτό, μιας και για να κατακτήσει τη θάλασσα, ήθελε επίσημο χαρτί που το πήρε φυσικά.

Και κανείς δεν τον σταμάτησε.

Ούτε τα κλάματα της μάνας του, που ΄χε  χάσει πατέρα και αδερφό σε ναυάγιο κάπου στον Ατλαντικό.

Αλλά ούτε τα όμορφα μάτια εκείνου του κοριτσιού που έγινε η μάνα της κόρης του, και δεν πρόλαβε να τον χορτάσει μιας και πέθανε πάνω στη γέννα, ενώ εκείνος πάλευε ηδονικά σχεδόν με τα κύματα του Ινδικού.

Αλλά ούτε και το κλάμα της κόρης του αργότερα που μεγάλωσε με τη μόνιμα μαυροφορεμένη μάνα του.

Τίποτα δεν τον κράταγε στη στεριά. Σαν αερικό της θάλασσας ένιωθε. Ανάπνεε μόνο όταν ήταν εκεί. Στη στεριά ασφυκτιούσε. Πέθαινε.

Μέχρι… μέχρι που το κορμί του τον πρόδωσε  και η υγεία του επίσης. Κι έτσι αναγκάστηκε πέντε χρόνια τώρα να ζει δίπλα της, και όχι μέσα της.

Και αυτό τον σκότωνε μέρα με την μέρα λίγο λίγο. Τον μαχαίρωνε πισώπλατα. Και έτσι πέρασαν δυο χρόνια.

Εκείνο το απόγευμα έφυγε από το σπίτι του με βήμα ανάλαφρο.  Χτύπησε στην κόρη του και της είπε πώς θα αργήσει λίγο να γυρίσει και να μην ανησυχήσει. Κι ασυναίσθητα θαρρείς της χάιδεψε τα μαλλιά και της φίλησε το χέρι.

Κόντευε μεσάνυχτα και η γυναίκα βγήκε με τον άντρα της αναστατωμένη από το σπίτι. Δεν είχε γυρίσει Πήγαν στο καφενείο και τον αναζήτησαν και έμαθα ότι είχε ενάμιση χρόνο να πατήσει το πόδι του εκεί. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, τι να υποθέσει. Στην επιστροφή στο σπίτι είδε κόσμο μαζεμένο στην άκρη του λιμανιού. Πλησίασε από ένστικτο.

Τελικά ναι, ο πατέρας της, την είχε αφήσει για δεύτερη φορά και βρισκόταν πια στην  αγκαλιά της γυναίκας που αγάπησε περισσότερο στον κόσμο, στην αγκαλιά της θάλασσας.

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Πηγή : fylada.gr