Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το Υπουργείο Παιδείας, ακολουθώντας τις νεοφιλελεύθερες αρχές της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ, προωθούν συντηρητικές και αντεργατικές αλλαγές στον χώρο της εκπαίδευσης. Οι εξαγγελίες του Υπουργού Παιδείας για τη Γ΄ Λυκείου και τον τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια σκιαγραφούν και προοιωνίζουν ένα σχολείο ακόμα πιο ανταγωνιστικό και εξουθενωτικό για τα παιδιά και ακόμα πιο ταξικό αφού θα βαθαίνει τις κοινωνικές ανισότητες.

Μέσα από την εκπαίδευση η κοινωνία μεταλαμπαδεύει στις νεότερες γενιές τη συσσωρευμένη πείρα της, το γνωσιακό της απόθεμα και τις αξίες της. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, λοιπόν, οφείλει να παρέχει σε όλα τα παιδιά ευρύτερη καλλιέργεια και μόρφωση. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να αποσυνδεθεί το Λύκειο από τη σκοπιμότητα της εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι εξαγγελίες του Υπουργού, όμως, κινούνται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση και εφάπτουν εντονότερα το Λύκειο με το Πανεπιστήμιο. Η Γ΄ τάξη του Λυκείου καταργείται επί της ουσίας καθώς μετατρέπεται σε προθάλαμο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, σε έναν σκληρό και εξοντωτικό εξετασιοκεντρικό στίβο μάχης στον οποίο θα κατορθώνουν να επιβιώσουν οι ισχυρότεροι, που θα είναι και οι οικονομικά και κοινωνικά ισχυρότεροι. Βλέπουμε, δηλαδή, πως εφαρμόζεται στην εκπαίδευση ο πυρήνας της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, η λογική της επικράτησης του ισχυροτέρου.

Μάλιστα, με τις διπλές εξετάσεις επανέρχεται λάθρα και η τράπεζα θεμάτων (υπενθυμίζουμε πως θεσμοθετήθηκε πριν λίγα χρόνια από τη ΝΔ) αφού στις ενδοσχολικές εξετάσεις τα θέματα θα διαμορφώνονται σε επίπεδο περιφέρειας ή δήμου. Η τράπεζα θεμάτων εντελώς αντιπαιδαγωγικά παραγνωρίζει το γεγονός πως κάθε τάξη αποτελείται από διαφορετικές προσωπικότητες παιδιών που έχουν τις δικές τους ψυχοπνευματικές ανάγκες και τον δικό τους βηματισμό στην κατάκτηση της γνώσης. Επομένως, τα θέματα είναι ορθό να διαμορφώνονται αποκλειστικά από τον δάσκαλο της τάξης που διαπλάθει τα παιδιά και πλάθεται από αυτά καθ’ όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους. Και σίγουρα η συνολική μείωση των ωρών διδασκαλίας κατά δύο εβδομαδιαίως δεν είναι υπέρ της εκπαίδευσης των μαθητών.

Για ακόμα μια φορά βλέπουμε μια μεταρρύθμιση που εκκινεί από την τελευταία τάξη του Λυκείου με φορά από τα πάνω προς τα κάτω και όχι αντίστροφα, όπως θα ήταν το λογικώς ορθό. Δεν θα σχολιάσουμε τον εξοβελισμό μαθημάτων ή την αντικατάστασή τους από άλλα μαθήματα στη Γ΄ Λυκείου. Πρέπει, όμως, να επισημάνουμε πως ο καθορισμός των μαθημάτων της Γ΄ Λυκείου, όπως γίνεται, αποκομμένα από τις άλλες τάξεις, είναι ανορθολογικός και αντιεπιστημονικός. Η διαμόρφωση της αντίληψης για το ποιόν και το περιεχόμενο του επιθυμητού σχολείου και η αποκρυστάλλωσή της στην επιλογή των διδακτικών αντικειμένων και στο βαθμό εμβάθυνσής τους θα πρέπει να σχεδιάζεται εξελικτικά από τα κάτω προς τα πάνω, από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου προς τις τελευταίες του Λυκείου και όχι αντίστροφα.

Η προωθούμενη Γ΄ Λυκείου για να λειτουργήσει προϋποθέτει αλλαγές και στις υπόλοιπες τάξεις του Λυκείου που θα κινούνται στην ίδια εξετασιοκεντρική λογική. Είναι βέβαιο, λοιπόν, πως υπάρχει ένας συνολικότερος συντηρητικός σχεδιασμός που προωθείται σταδιακά, για να αποφευχθούν οι αντιδράσεις, και θα φτάσει μέχρι και την Α΄ Γυμνασίου. Το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια και η νέα Γ΄ Λυκείου συνδέονται τόσο με τις αλλαγές στην Ανώτατη Εκπαίδευση και συγκεκριμένα με τη λειτουργία των Διετών Προγραμμάτων Σπουδών όσο και με τις εξελίξεις στα Επαγγελματικά Λύκεια, όπου προωθείται η μαθητεία.

Το δημόσιο σχολείο οφείλει να μορφώνει όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς και η όποια μεταρρύθμιση θα πρέπει πρωτίστως να έχει ως στόχο την άμβλυνση των ανισοτήτων και την εξάλειψη της σχολικής αποτυχίας. Για να γίνει όμως αυτό απαιτούνται μέτρα, όπως η προώθηση αντισταθμιστικών παιδαγωγικών πρακτικών και η λειτουργία τμημάτων με μικρότερο αριθμό μαθητών, που προϋποθέτουν μια γενναία χρηματοδότηση της Παιδείας.

Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, πέρα από τους εξωραϊσμούς, αποτελεί πιστή εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων επιταγών του Κεφαλαίου. Κινείται στη λογική της διαμόρφωσης ενός σχολείου που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικούς όρους και που μέσα από φίλτρα εξετάσεων θα εντείνει τις ταξικές ανισότητες καθηλώνοντας τη μεγάλη μάζα των παιδιών στην αμάθεια, με στόχο τη δημιουργία ενός φθηνού και ευέλικτου εργατικού δυναμικού χωρίς εργασιακά δικαιώματα.

Για τους άνωθεν λόγους το σχέδιο του Υπουργείου επιστρέφεται ως απαράδεκτο.

Το ΔΣ της ΕΛΜΕ Λευκάδας