Γράφει ο Γεράσιμος Αραβανής

Από καιρό, κυρίως όμως μετά την έξοδο στις αγορές, η κυβέρνηση  θριαμβολογεί σε όλους τους τόνους με στόχο, απ’ ότι φαίνεται, να το εμπεδώσουμε καλύτερα και γρηγορότερα. «Η επιτυχία που σημείωσε στην αγορά, η έκδοση  του ομολόγου δείχνει ακριβώς την μεγάλη πρόοδο της χώρας, την εμπιστοσύνη των αγορών στην πρόοδο της ελληνικής οικονομίας και φυσικά στην κυβέρνηση. Αυτό έδειξε η μεγάλη ανταπόκριση των αγορών. Η χώρα βαδίζει προς την κανονικότητα, απαλλάσσεται οριστικά από τα μνημόνια τον Αύγουστο του 2018» και αυτό οφείλεται στην σταθερή και επιτυχημένη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Καμία εμπιστοσύνη δεν δείχνουν οι αγορές στην οικονομία της χώρας,  αν αυτή υπήρχε θα την δάνειζαν με χαμηλό επιτόκιο, πχ όσο την Πορτογαλία 1,22% και όχι με κόστος που φτάνει το 4,625%. Συγκρίνοντας με το επιτόκιο που δανείζεται η χώρα σήμερα, μικρότερο του 1%, είναι 4,5 φορές περισσότερο. Αυτό το κόστος δανεισμού για μια υπερχρεωμένη χώρα είναι καταστροφικό. Αν και το 2018 ο δανεισμός προσφερθεί με αυτό το κόστος έξοδος  στις αγορές δεν μπορεί να υπάρξει και καλό είναι να μην κινείται η κυβέρνηση με αμιγώς επικοινωνιακά κίνητρα. Ακόμη και ομόλογα που εκδίδουν ελληνικές εταιρίες, π.χ. Μυτιληναίος, έχουν πολύ χαμηλότερο επιτόκιο στο 3,1%. Έτσι εκφράζεται η εμπιστοσύνη των αγορών  στην κυβέρνηση και στις επιτυχίες της. Φυσικά υπάρχει και άλλο ένα σοβαρό θέμα. Ο νέος δανεισμός της χώρας με 3 δις ευρώ, ουσιαστικά η χρέωση του ελληνικού λαού και μάλιστα με απαγορευτικό επιτόκιο μόνο δεν επιτρέπει θριαμβολογίες. Την κατάσταση εξέφρασαν με ακρίβεια ευρωπαίοι παράγοντες και έντυπα, όπως ο Μοσκοβισί που υπέδειξε στην κυβέρνηση «συνεχίστε να κάνετε ποδήλατο» και η γερμανική εφημερίδα Χάντελσμπλατ που έγραφε ότι «η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη πολύ μακρυά για μια κανονική έξοδο στις αγορές».

Η πραγματικότητα είναι αυτή που όλοι γνωρίζουμε, ότι η οικονομία βρίσκεται στο ίδιο τέλμα, τα μνημόνια είναι παρόντα και επί της ουσίας θα παραμείνουν για πολλά χρόνια. Οι θετικοί δείκτες που παρουσιάζει η κυβέρνηση είναι παραπλανητικοί, πχ η μείωση της ανεργίας, αφού περισσότερο από το 50% των νέων προσλήψεων είναι για εργασία μερικής απασχόλησης.

Η κυβέρνηση φυσικά γνωρίζει πολύ καλά την κατάσταση, γνωρίζει τι έχει μπροστά της και καταστρώνει ανάλογα τα σχέδια της, Έχει πάρει ήδη τις αποφάσεις της, να επιταχύνει την υλοποίηση όλων όσων συμφώνησε και επιπλέον όλα όσα ζητήσουν οι δανειστές. Υλοποιεί και θα υλοποιήσει τα πιο ακραία μέτρα, νέους αντεργατικούς νόμους, επιτάχυνση της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, ξεμπλοκάρει επενδύσεις που καθυστερούν πολλά χρόνια και για πολύ σοβαρούς λόγους, κόβει «οικόπεδα» και παραδίδει τον ορυκτό πλούτο της χώρας κυρίως τους υδρογονάνθρακες στις πολυεθνικές, υποχωρεί σε όλες τις απαιτήσεις αμερικανών και ευρωπαίων. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση Τσακαλώτου ότι «το κατενάτσιο Υπουργών για να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την υλοποίηση των δεσμεύσεων της Κυβέρνησης διατηρεί την αβεβαιότητα και οδηγεί στην απώλεια ευκαιριών». Προσέθεσε μάλιστα ότι το παραπάνω αξίωμα το συμμερίζεται η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της κυβέρνησης. Να σημειώσουμε ότι η δήλωση αυτή προέρχεται από τον αρχηγό, της πιο αριστερής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να πάει άκλαυτος, θα αντισταθεί  με κάθε μέσον αξιοποιώντας  όσα όπλα έχει ή αυτά που θεωρεί ως όπλα του.

«Δεν είμαστε όλοι το ίδιο. Εμείς δεν βάλαμε το δάκτυλο στο μέλι, όταν όλοι οι άλλοι αποδείχτηκαν διεφθαρμένοι» θα είναι το κεντρικό επιχείρημα το επόμενο διάστημα. Η τακτική του θα στοχεύει στον καθησυχασμό και στην δημιουργία κάποιων ελπίδων στο λαό και κυρίως στους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους και το κόμμα του, ιδιαίτερα όσο βλέπει ότι η ΝΔ δεν φαίνεται να πολυπείθει. Θα συνεχίσει το υποτιθέμενο μέτωπο στους θεσμούς και κυρίως στο ΔΝΤ, θα σηκώνει την εντιμότητα, «πλεονέκτημα» της «αριστεράς» που εκπροσωπεί, θα θυμηθεί αριστερές αγωνιστικές παραδόσεις και θα σηκώνει στα ύψη την αντιπαράθεση με την ΝΔ, όχι για την ουσία και τα πραγματικά προβλήματα, αλλά σε θέματα που σηκώνουν δημαγωγία και αποπροσανατολισμό.

Φυσικά η ΝΔ θα ανταποκριθεί ασμένως παρά τις δυσκολίες που της δημιουργούν οι ακραίες νεοφιλελεύθερες θέσεις της, ενδεικτική των οποίων είναι η πρόσφατη δήλωση Γεωργιάδη στην τηλεόραση ότι «το ΔΝΤ θα απαιτήσει να μην τεθούν σε ισχύ οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αντίθετα να καταργηθούν οριστικά, η προϋπόθεση για να προκηρύξουν τα συνδικάτα απεργία να είναι η θετική ψήφος του 50% συν 1 των εργαζομένων κλπ και αυτό θα το ψηφίσουν από κοινού στην Βουλή ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, μόνο που αυτές είναι θέσεις της ΝΔ και τις διακηρύσσει δημόσια σε αντίθεση με το ΣΥΡΙΖΑ». Θα συνεχίσει το μοτίβο ότι όλα τα δεινά προέκυψαν το 2015 διότι η κυβέρνηση δεν συμφώνησε με τις απαιτήσεις των δανειστών από την πρώτη στιγμή, τη φιλολογία γύρω από το ποιά έξοδος στις αγορές ήταν καλύτερη της ΝΔ το 2014 ή του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, όταν και οι δύο είχαν μεγάλο οικονομικό κόστος, μόνο που κατά τον Τσακαλώτο τα ομόλογα του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πίσω τους ολόκληρη λογική και σχέδιο. Ουσιαστικά θα συνεχιστεί η αντιπαράθεση με επιχειρήματα ποιος έβαλε τη μικρότερη φωτιά στο ρημαγμένο τοπίο.

Μ’ αυτά τα δεδομένα και με γνωστό ότι το 2019  εφαρμόζονται τα σκληρά μέτρα της 2ης αξιολόγησης η προκήρυξη εκλογών εντός του 2018 είναι πιθανή. Πρέπει η κομμουνιστική και η μαχόμενη αριστερά να την εντάξουν  στα σχέδιά τους. Ο εργαζόμενος λαός δεν έχει να περιμένει απολύτως τίποτα από ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και τα υπόλοιπα μνημονιακά κόμματα και έχει στα χέρια του όλα τα δεδομένα για να το συνειδητοποιήσει πλήρως.

Η μόνη αποτελεσματική απάντηση στην αποπροσανατολιστική αντιπαράθεση και στον επιχειρούμενο εγκλωβισμό του λαού σε ποιόν από τους δύο η ψήφος θα είναι λιγότερο οδυνηρή είναι η ανάπτυξη μαζικών ενωτικών αγώνων των εργαζομένων με στόχο την αποτροπή  της εφαρμογής των αποφασισμένων αντιλαϊκών μέτρων και την λήψη νέων, την παραδειγματική τιμωρία των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων και να πάει η χώρα στις εκλογές σε κλίμα αγωνιστικό με σχέδιο που να απαντά στις ανάγκες του λαού σήμερα και να δίνει προοπτική. Μόνο που για αυτό είναι απολύτως αναγκαίο η αριστερά των αγώνων να πάρει τις ευθύνες της και να μην περιορίζεται σε κινήσεις οπισθοφυλακής στην ουρά των εξελίξεων και σε άγονες και άχρηστες ενδοαριστερές αντιπαραθέσεις.

Γεράσιμος Αραβανής